United States or Cambodia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκείνοι ζουν' ελεύθεροι κι' όλα ... για μας τα κάνουν. Για 'μας ολάκεραις περνούν νυχτιαίς, ακέρηα χρόνια, Μέσατο κρύο, 'ς ταις βροχαίς, 'ς τα κρύσταλλα, 'ς τα χιόνια. Για 'μας πολλαίς φοραίς πεινούν, για μας ζουν' 'ςτά βουνά, Για 'μας γυρίζουν θάλασσαις, πέλαγα σκοτεινά. Για 'μας, παιδί μου, το κορμί εκεί του Κατσαντώνη Από των γύφτων τα σφυριά τσακίζεται 'ς τ' αμώνι.

Μήτε κρύο πολύ κάνει στην Πάρο, μήτε πολύ ζέστη· τα σοκάκια της είναι μικρά, όπως και τα σπιτάκια. Όλα της είναι ήσυχα, φρόνιμα, καλούτσικα, γελαστά, όλα της έχουν κάποιο μέτρο και κάποιο γούστο. Κ' η θάλασσα στην Πάρο δεν ξέρει από φουρτούνες· εκεί, κάθε χρόνο, το καλοκαίρι, έρχουνται τα σφουγγαράδικα και ψαρέβουνε δίχως φόβο.

Κ' επιάσθηκα, εγατζώθηκα επάνω της σαν να εφοβόμουν μήπως με συνεπάρη στο κρύο σκότος η άβυσσος. Ο παπάς με τα ιερά του άμφια εδιάβαζε την ευχή στο πλεούμενο. Ο πρωτομάστορης άρχισε τα προστάγματα. — Φόρα το πρυμιό ποντίλι! — Φόρα το πλωριό! — Φόρα σκόντρα και σκαρί!...

Κάθε βραδούλα, κάθε αυγή, θέλω το κρύο τ' αγέρι Νάρχεται από την λαγκαδιά, σαν μάνα σαν αδέρφι Να μου χαϊδεύη τα μαλλιά και τ' ανοιχτά μου στήθη.

Η γραία ήξευρε τι έλεγε· και ωμιλούσε βεβαίως συνθηματικήν γλώσσαν, ήτις πρέπει να ήτο καταληπτή εις τας υποχθονίους δυνάμεις. Δύο ματάκια είχεν, αναμφιβόλως, κατ' αλληγορικήν έννοιαν η Ζουγράφω, τον Γιάννην και τον μικρόν Στέλιον. Ύστερον από τόσον κρύο και παγετόν και πείναν και δυστυχίαν, το άρρωστον μικρόν εχειροτέρευσεν.

Παραδέχομαι, είπε ο Ποκοκουράντης, πως το δεύτερο, το τέταρτο και το έχτο βιβλίο της Αινειάδας του είναι έξοχα· αλλά για τον ευσεβή του Αινεία, το δυνατό Κλοάνθη και το φίλο του τον Αχάτη και το μικρόν Ασκάνιο και τον ηλίθιο βασιλιά Λατίνο και τη χωριάτισσα Αμάτα και την άνοστη Λαβινία, πιστεύω, πως δεν υπάρχει τίποτε πιο κρύο και πιο δυσάρεστο.

Και δεν έρχεται. Γιατί δεν έρχεται! — Δεν θάρθη ποτέ. — Και θα φωνάζη ως πότε; Θεέ μου! Τρέμω. — Θα φωνάζη αιώνια.... — Μια φούχτα χώμα. Κι' ο θρήνος είναι απέραντος. — Δεν είναι μια φούχτα χώμα. Είναι μια καρδιά... Σφίξε μου το χέρι. Κάνει κρύο. — Είναι μια καρδιά... — Τα χέρια σου είναι παγωμένα. — Κρυώνω. Πώς κρυώνω! — Τα δόντια σου κτυπούν άγρια.

Έξω αγέρας, κρύο και χιονόνερο, τα στοιχειά του χειμώνα χόρευαν με μανία, κι' η μάννα με το παιδί της κοιμώνταν παραστιάς σφιχταγκαλιασμένοι, σαν όταν ο Γεωργάκης είταν εφτά χρονών παιδάκι..

Κι ανάμεσα στης χινοπωριάτικης βροχής το κρύο κλάψιμο, πιο βαθύ μυστήριο, πιο βαθύς τρόμος, περίχυνε την αγριότη, που με τριγύριζε. Ψηλά στον κατακόκκινο, τον καταπληγιασμένο γίγαντα, ανάμεσα στα ματωμένα στήθη του, μια κορδελίτσα δρόμου, ίσια σα γραμμή συρμένη με χάρακα, κοκκίνιζε εδώ, και μαύριζε εκεί, κ' άσπριζε παραπέρα. Δίχως άλλο κάποιο μονοπάτι είταν. Τ' ακολούθησα με προσοχή, ξαφνισμένος.

Το χιόνι έπεφτε πάντα πυκνό κ' εσκέπαζεν όλα με κρύο σάββανο. Εσκέπαζε ναυαγούς και ναυάγια· βράχους, πέτρες, χάλαρα. Κατατσακισμένος, ολόβρεχος, επιάστηκα σε μια σπηλάδα, εσκαρφάλωσα επάνω, εξέφυγα του κυμάτου. Τόρα δρόμο για καμμιά καλύβα, λίγη φωτιά. Πού ήμουν δεν ήξευρα. Φωνάζω· ματαφωνάζω: — Κώστα! Βασίλη! ... Τάραρη!... Τίποτα! ο βόγγος του πελάγου έπνιγε τη φωνή μου.