United States or Micronesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Περισώζεται εισέτι η οικοδομή, αλλά γυμνή και ετοιμόρροπος. Αι εικόνες, τα κοσμήματα, τα άμφια και τα ιερά σκεύη εσυλήθησαν ή κατεστράφησαν υπό των Τούρκων. Τότε όμως υψούτο χαριέντως ο ναΐσκος αναμέσον των δένδρων, τα πάντα δ' εντός αυτού ήσαν κόσμια και ευπρεπή. Η είσοδός του απετελείτο υπό νάρθηκος μικρού, ανοικτού έμπροσθεν.

Ότε οι δύο χωρικοί έφθασαν εκεί είχεν ανέλθει επί του λέβητος γέρων ιερεύς, υψηλός, ασκεπής, κρατών εις την δεξιάν χείρα χαρτίον επίμηκες και εις την αριστεράν ανημμένην λαμπάδα, χονδράν και κατάμαυρον. Δεξιά και αριστερά αυτού, κάτω ίσταντο τέσσαρες άλλοι ιερείς, ενδυμένοι ποικιλόχρωμα άμφια και κρατούντες επίσης μαύρας λαμπάδας εις τας χείρας.

Ο ιερεύς εκείνος ο γηραλέος και σεβάσμιος, ο πνευματικός της Θωμαής, ο Παππά-Γιώργης, απεκδυόμενος ήδη τα ιερά άμφια, εδίπλονεν αυτά επιμελώς, επιλέγων, εν εκάστω, στίχους έκ τινος αρχαίου άσματος της Θεοτόκου: «Δέσποινα, πάντων Δέσποινα, και πάντων υπερτέρα, και πάντων υπερέχουσα των άνω Στρατευμάτων » και τα εναπέθετε, χάριν ευλογίας, επί της κεφαλής της γρηά-Κυρατσού, ήτις φορούσα το καλό φουστάνι της, οπού εφύλαττε διά την θανήν της, λάμπουσα όλη από ευχαρίστησιν, έκυπτε προ της ωραίας Πύλης, εν κατανύξει υπερτάτη, την ευλογίαν του ιερέως προσμένουσα, να ζήση τώρα ακόμη.

Ο πατέρας μου έφερε καινούργιο φορεματάκι, εύμορφον, κ' εκοιμήθην μαζί μ' αυτό στην αγκαλιά μου. Εις τον πρώτον ακουσθέντα του κώδωνος της εκκλησίας ήχον επετάχθην. Όλοι οι κάτοικοι καθαροί, ειρηνικοί, φαιδροί συνήχθησαν εις την εκκλησίαν. Τι τάξις! τι ευπρέπεια! τι κοσμιότης! Ο ένας εφημέριος, υψηλός, στερεός, με τα χρυσά του άμφια και την χρυσήν του στόφαν, ωμοίαζε με τον αρχιστράτηγον Μιχαήλ.

Ο Τριστάνος της χαιρέτησε, αντιχαιρέτισαν εκείνες, κ' έπειτα οι δυο ιππότες κάθησαν δίπλα τους. Ο Καερδέν δείχνοντας τ' ωραίο τούλι που κεντούσε η μητέρα του: «Κυττάχτε, είπε, ωραίε φίλε Τριστάνε, τι εργάτισα είναι η μητέρα μου. Πώς ξέρει θαυμάσια να στολίζη τα πετραχείλια και τ' άμφια, για να τα χαρίζη στα φτωχά μοναστήρια.

Σειρά λευκών ημιόνων επί των οποίων επέβαινον ιερείς με τα άμφιά των εισήλθεν εντός του φρουρίου. Ήσαν δε ούτοι Σαδουχαίοι και Φαρισαίοι, οι οποίοι ήρχοντο εις την Μαχαιρουσίαν ωθούμενοι υπό της ιδίας φιλοδοξίας. Οι πρώτοι ήθελον να επιτύχουν το υπούργημα των θυσιαστών, οι δε άλλοι να το διατηρήσουν. Τα πρόσωπά των ήσαν σκιθρωπά, προ πάντων των Φαρισαίων εχθρών της Ρώμης και του Τετράρχου.

Τρις σταυροειδώς ο ιερεύς ηυλόγησε την γραίαν και τρις επανέλαβε τον τελευταίον στίχον τρις δε και η γρηά-Κυρατσού, ανοιγοκλείουσα τους οφθαλμούς της, εφ' ων έλαμπον ακόμη ως σταγόνες όμβρου οι αγιασμένοι ραντισμοί, επείπε τα Αμήν, με ανέκφραστον ευλάβειαν, θαρρούσα ότι εν τη λειτουργία εκείνη, εξαναστεφανώθησαν τα τέκνα της, διότι καλέσας ο ιερεύς τότε και τους δύο συζύγους ευλόγησε και αυτούς μετ' ευλαβείας κύψαντας, κ' επήρεν είτα τα ιερά άμφια εις το άγιον Βήμα.

Μεγάλη χύτρα με νερόν εθερμαίνετο εις την εστίαν. Ητοιμάσθη καθαρά λεκάνη. Ο παπάς εφόρεσε τ' άμφια, και άρχισε τας ευχάς των κατηχουμένων. Η συντέκνισσα επήρεν εις τους βραχίονάς της το νεογνόν, ανίδεον, μελαψόν, και θλιβερώς ασθμαίνον, κ' εστάθη πλησίον του παπά. Μετ' ολίγον εκείνος της είπε να στραφή προς δυσμάς. — «Απετάξω τω Σατανά

Και λαβών είτα τα ιερά άμφια όλα ομού, ως ήσαν διπλωμένα, από της κεφαλής της γραίας, με τας χείρας του, ευωδιάζοντα από θείαν χάριν, ηυλόγησε τρις δι' αυτών σταυροειδώς επί της κορυφής την γραίαν, κύπτουσαν πάντοτε, και με τας χείρας της προστρίβουσαν επί των οφθαλμών της και του προσώπου τα άγια του ιερέως ραντίσματα, όστις επεράτωνεν ήδη και τον τελευταίον στίχον του ιερού άσματος: — Τότε ημάς βοήθησον, Δέσποινα Παναγία! . . .

Ιδού! Η ιερά λιτανεία προσεγγίζει ήδη εις τον ναόν. Προηγούνται τα εξαπτέρυγα και ο μέλας ξύλινος άγιος Σταυρός. Είτα ο κλήρος με χρυσά βυζαντινά άμφια, θαύμα υφαντικής και ποικιλτικής εξαίσιον, ουχί άκομψα ρωσσικά μονοκόμματα και μονοκόκκαλα ως φορέματα χιονισμένων βουνών. Και είτα το ιερόν Κουβούκλιον. Τι εύμορφον λεπτούργημα! Ως να είνε εζωγραφισμένον.