United States or Åland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Μαθιός έβραζε απομέσα του. Στριφογύριζε, αναστέναζε, χασμουριότανε. Τον είχε πιάσει το μεράκι. Ήθελε να τραγουδήση, να ξεφωνήση, να βγάλη μια φωνή που να φτάση ως τάστρα. Έλεγες πως τον έπνιγε το τραγούδι στο λαιμό. Άξαφνα έμπηξε μια φωνή. Οι άλλοι ξαφνιστήκανε: «Μακαρία η οδός η πορεύει σήμερον, ότι ητοιμάσθη σοι τόπος αναπαύσεως».

Ο δε Γύλιππος, άμα ητοιμάσθη ο στόλος, έλαβεν όλον τον πεζόν στρατόν διά νυκτός και έφερεν αυτόν διά να προσβάλη τα τείχη του Πλημμυρίου· συγχρόνως και από συνθήματος τριάκοντα πέντε πολεμικά πλοία των Συρακουσίων επροχώρησαν από του μεγάλου λιμένος, τεσσαράκοντα πέντε δε από του μικρού, όπου ήτο επίσης το νεώριον των Συρακουσίων.

Ηθέλησε ν' ανάψη φως, αλλά τον εμπόδισα και εξηκολουθήσαμεν εις το σκότος την συνομιλίαν. Ρίγος χαράς τον κατέλαβεν ότε είπα ότι η κόρη του ζη, ότι την είδα εις Τήνον και ότι θα επιστρέψωμεν εκεί ομού. Είπα διά τι ήλθα εις τον Πύργον και εζήτησα την συνδρομήν του. Ηγέρθη αμέσως, ητοιμάσθη εν βία και ήνοιξε την θύραν της καλύβης. Πριν εξέλθωμεν τον εκράτησα της χειρός.

Τον ηύρα εξηπλωμένον κατά γης εις την κάππαν του επάνω, Ήτο ήσυχος, αλλ' ωχρός και φοβισμένος. Μου είπεν ότι δεν ημπορεί να πάρη την αναπνοήν του, ότι του έρχεται κάποτε ωσάν πνίξιμον εις τον λαιμόν, ότι στενοχωρείται υπερβολικά. Του έδωκα ολίγον γάλα και τον παρεκίνησα να το πίη. Ανεσηκώθη, επήρε το αγγείον από τας χείρας μου και ητοιμάσθη να το γευθή.

Μόλις το γεύμα ητοιμάσθη, και ηγέρθη μεταξύ της εγκρίτου εταιρείας έρις περί πρωτοκαθεδρίας. Ουδέν δεικνύει τρανώτερον την ουσιώδη κενότητα της Φαρισαϊκής θρησκείας ή η μεγάλη έπαρσις και αλαζονεία της.

Κατά το αυτό δε θέρος, και κατά τον καιρόν που διά πολλάς αιτίας και προ πάντων διά την ανάκλησιν του Αλκιβιάδου οι Πελοποννήσιοι ήσαν ωργισμένοι κατά του Τισσαφέρνους, τον οποίον εθεώρουν ήδη ως φανερώς αττικίζοντα, ούτος, θέλων, ως εφαίνετο τουλάχιστον, να διαψεύση τα όσα δυσάρεστα του κατηγόρουν, ητοιμάσθη να μεταβή εις την Άσπενδον, διά να εύρη τα Φοινικικά πλοία.

Μεγάλη χύτρα με νερόν εθερμαίνετο εις την εστίαν. Ητοιμάσθη καθαρά λεκάνη. Ο παπάς εφόρεσε τ' άμφια, και άρχισε τας ευχάς των κατηχουμένων. Η συντέκνισσα επήρεν εις τους βραχίονάς της το νεογνόν, ανίδεον, μελαψόν, και θλιβερώς ασθμαίνον, κ' εστάθη πλησίον του παπά. Μετ' ολίγον εκείνος της είπε να στραφή προς δυσμάς. — «Απετάξω τω Σατανά

Κατενόει ότι δεν ηδύνατο να ζήση πλέον ούτω μεταξύ των χωρικών κ' έλαβεν απόφασιν να πάγη μόνη να συναντήση τον Μήτρον και διά παρακλήσεων είτε δι' απειλών εν ανάγκη, να τον πείση ν' αλλάξη τόπον βοσκής. Είχε πεποίθησιν ότι θα το κατώρθωνε. Διό την τρίτην ημέραν, μόλις ηγέρθη του ύπνου, ητοιμάσθη προς εκτέλεσιν του σκοπού της.

Άκουσε λοιπόν. Η Αϊμά ετοποθετήθη καλλίτερον επί του σκίμποδος εφ' ου εκάθητο, και ητοιμάσθη ν' ακούση απλήστως τας τοσούτον πομπωδώς προαγγελλομένας αποκαλύψεις της αδελφής Σιξτίνης. Ιππόται και πειραταί. Η Σιξτίνα ήρχισεν ως εξής·Προ δέκα ετών ήμην εν Ρόδω περιποιουμένη τους ασθενείς και τους πληγωμένους.

Αναδραμούσα ταχεία τας βαθμίδας αποτόμου κλίμακος, εκλείσθη εις το υπό την στέγην της οικίας μικρόν αυτής δωμάτιον, και αφού επί πολλήν ώραν με εθεώρησε μετ' ερωτικής εκστάσεως, τις οίδε ποία περί του μέλλοντος αυτής αναπλάττουσα όνειρα η ταλαίπωρος κόρη, ήνοιξεν επίμηκες πράσινον κιβώτιον και ητοιμάσθη να με κλείση εντός αυτού.