Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025


Παραπατώντας και γατζώνοντας απάνω στις γυναίκες που την κρατούσανε, σίμωσε το γιατρό. — Γιατρέ μου, πώς τον βλέπεις; Μίλα μου, γιατρέ μου... Κ' έμπηξε ένα ξεφωνητό πάλιΉσυχα, είπαμε, γιατί θα σε βγάλω και σένα όξω, είπε αυστηρά ο γέροντας... Να μη μας χαλάς ό,τι φτειάνομε. Κατάκιασε λιγάκι και ξαναρώτησε σιγά: — Πώς τονέ βλέπεις, γιατρέ μου; — Θα γίνη καλά! είπε μασσημένα ο γιατρός.

Η Εξουσία δε βλέπει παραπέρα απ' τη μύτη της...Αν έβλεπε, θα καταλάβαινε πως ο Καπετάν-Πρέκας πνίγηκε από αγάπη. Μάλιστα! Λοιπόν σου λέω εγώ και να μ' ακούσης, πως ο Καπετάν- Πρέκας δεν μπορούσε να βαστάξη τον καϋμό της γρηάς του. Από αγάπη πνίγηκε ο Καπετάν-Πρέκας! Ο Ρήγας του Μαθιού έμπηξε τα γέλια. — Σου το μήνυσε; είπε.

Να! μάλιστα έφτιασε πολλές δουλιές χωρίς εμένα, έχτισε ακόμα και τειχί, κοντά άνοιξε χαντάκι πλατύ μεγάλο, κι' έμπηξε παλούκια απάς στο λάκκο. 350 Μα κι' έτσι τον αντροφονιά γιο του Πριάμου πίσω ναν τον βαστάξει δε μπορεί· μα εγώ όσο πολεμούσα, πού να τολμήσει απ' το καστρί μακριά να ξεμυτίσει! Μον τόσο, ως στη Ζερβόπορτα και στην οξά, κοτούσε.

Η Ταρσίτσα ζύγωσε την καρέκλα της στον παπά. Της φάνηκε πως ήτανε πιο ήμερος τώρα, πως ερχότανε στο κολάι. — Σαν έμπη ο γαμπρός στο σπίτι, είπε, σαν τον πονέση η καρδιά του, όλα διορθώνονται. Δεν κυττάει πια τις χιλιάδες! Ο παπάς έμπηξε τα γέλια, χαϊδεύοντας στον ίδιο καιρό την Ταρσίτσα στις πλάτες. — Γελάς, παπά μου; — Αμ' τι να κάμω, ευλογημένη; Γελάω.

Τότες η Βρισοπούλα, νια χρυσή σαν Αφροδίτη, σαν είδε από σκληρό χαλκό τον Πάτροκλο σφαγμένο, τούπεσε απάνου, κι' έμπηξε τα κλάματα, ξεσκώντας, την όμορφη όψη τ' απαλά λαιμά της τ' άσπρα στήθια. 285 Κι' έτσι μοιρολογούσε η νια πούχε νεράιδας κάλλη «Πάτροκλε, εσύ που η μάβρη μου σε λάτρεβε η καρδούλα, Αχ ζωντανό εγώ σ' άφισα σαν έφεβγα, και τώρα στο γυρισμό μου, αφέντη μου, σε βρίσκω σκοτωμένο.

« Μου λέγει; — Είμαι η σκιά » Του εραστού σου Φώτου » Μ' εσκότωσεν ο Δημητρός, «'Κειός ο μεγάλος μου εχθρός, » Απάνωτο θυμό του.» « — Ο Δημητρός! — εφώναξε, — » — Η ζήλια μ' απαντάει, » Τον εκατάντησε φονιά, » Και το μαχαίριτην καρδιά. » Μου έμπηξετο πλάι — »

Ο Μαθιός έβραζε απομέσα του. Στριφογύριζε, αναστέναζε, χασμουριότανε. Τον είχε πιάσει το μεράκι. Ήθελε να τραγουδήση, να ξεφωνήση, να βγάλη μια φωνή που να φτάση ως τάστρα. Έλεγες πως τον έπνιγε το τραγούδι στο λαιμό. Άξαφνα έμπηξε μια φωνή. Οι άλλοι ξαφνιστήκανε: «Μακαρία η οδός η πορεύει σήμερον, ότι ητοιμάσθη σοι τόπος αναπαύσεως».

Μια στιγμή τον χώριζε από φρικτό έγκλημα, και μ' άδικη λέξη βούιξε στο στόμα του: — Άτιμη! Μάννα και παιδί πετάχθηκαν από τον βαθύν ύπνο. Ο Γιωργάκης πέταξε από το ζωνάρι του άλλη μαχαίρα κι' οι δυο άντρες βρέθηκαν αντιμέτωποι κι' έτοιμοι να σκοτώση ο ένας τον άλλο, ενώ η Τασιούλαινα έμπηξε τες φωνές και τραβούσε τα μαλλιά της. — Ποιος είσαι συ εδώ μέσα! Φώναξε άγρια άγρια ο ξένος του Γιωργάκη.

Από τη φλούδα του έβγαλε μια σκουριασμένη καρφίτσα κ' έτρεξε και μ' αγκάλιασε και με φίλησε και δάκρυζε από ευτυχία. Προσεχτικά την έμπηξε πάλι στον κορμό του δέντρου. Γιατί δεν της βαστούσε η καρδιά να την πάρη μαζί της. Ίσως να είχε κάποιον προληπτικό φόβο να την αγγίση.

Τινάχτηκε πάλι και άπλωσε τα χέρια του σα γάντζους. Και μονομιάς έγειρε το κεφάλι του στον ώμο του Βαγγέλη και τα χέρια του πέσανε ξερά απάνω στο στρώμα... — Συχωρέθηκε! είπε ο Βαγγέλης, κ' έβαλε τα δάχτυλα να του κλείση τα μάτια. Η Ασημίνα έμπηξε λεύτερα τώρα τα ξεφωνητά... — Σαν πάρη να σαπίζη το κορμί τα σκουλήκια βγαίνουν να το φάνε.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν