United States or Niger ? Vote for the TOP Country of the Week !


Χαμογέλασε εκείνος τότε, έρριξε μια ματιά πίσω του προς το μαγαζάκι, μας σίμωσε κοντήτερα, κ' είπε: — Ο ψηλός είν' Εγγλέζος. Είταν ανεβασμένος εδώ και δέκα μέρες πάνω στην Αράχωβα. Ανέβηκε παραπροχτές μ' όλο το κρύο κατάκορφα στον Παρνασσό· θάμαξε το κουράγιο του όλη η Αράχωβα. Το νόστιμο είνε μ' αυτό τ' Αραχωβίτικο κοριτσάκι. Τρελλάθηκε ο Εγγλέζος για δαύτο!

Το αίμα που τα μάγουλα μ' ανάπτει, κάλυψέ το ως που να γείνη θαρρετή η 'ντροπαλή καρδιά μου, και μόνον την αγνότητα σεμνού κι’ αθώου πόθου να βλέπητα αγκαλιάσματα συζυγικής αγάπης. Ω! έλα Νύκτα, σίμωσε! Έλα, Ρωμαίε, έλα, εσύ, ημέρα της Νυκτός! διότι θα μου έλθης εις ταις πτερούγαις της νυκτός, λευκότερος ακόμη και από χιόνι, 'ς τα πτερά του κόρακος στρωμένον.

Παραπατώντας και γατζώνοντας απάνω στις γυναίκες που την κρατούσανε, σίμωσε το γιατρό. — Γιατρέ μου, πώς τον βλέπεις; Μίλα μου, γιατρέ μου... Κ' έμπηξε ένα ξεφωνητό πάλιΉσυχα, είπαμε, γιατί θα σε βγάλω και σένα όξω, είπε αυστηρά ο γέροντας... Να μη μας χαλάς ό,τι φτειάνομε. Κατάκιασε λιγάκι και ξαναρώτησε σιγά: — Πώς τονέ βλέπεις, γιατρέ μου; — Θα γίνη καλά! είπε μασσημένα ο γιατρός.

Ο γιατρός σίμωσε, έπιασε το κερένιο χεράκι του, το κοίταξε καλά στα μάτια, και φυσώντας πάντα άγρια τα πλατειά ρουθούνια του: — Πόσων χρονών είνε το παιδί σου, κυρά μου; — Δεν έκλεισε το μαύρο τα έξη χρόνια ακόμα... — Και από πιο χωριό έρχεστε; — Πού χάθηκε το χωριό για μας, αφέντη μου.

Η βασίλισσα τουρανού, που μέχει υγρό δοξάρι της, και μηνύτρα, θέλει να τα αφήσης όλα, και νάρθης σε τούτη την χούφτα χλωρασιά, καθ' αυτό εις τούτον τον τόπο, να κάμετε χαρές με την υψηλή της χάρη. Με βία πετούν τα παγώνια της. Σίμωσε, πλούσια Δήμητρα, να την προϋπαντήσης. Μπαίνει η ΔΗΜΗΤΡΑ.

Σε λίγο σίμωσε έπειτα στ' αρχοντικό τ' αντρός της, στου Έχτορα τ' αντροφονιά, και μέσα μαζωμένες βρήκε τις σκλάβες, κι' έπιασαν όλες μαζί το κλάμα. Σπίτι του ακόμα ζωντανό έτσι όλες τον θρηνούσαν· 500 και λέγανε απ' τον πόλεμο ξανά δε θα γυρίσει κι' απ' των οχτρών δε θα σωθεί τη λύσσα και τα χέρια.

Κάποιος όμως από τους χωριάτες, που χρειαζότανε σκοινί για να τραβήξη μια πέτρα, που μ' αυτή θα έλιονε τα πατημένα αποτρυγήδια, επειδή του είχε κοπή το προτητερινό του, αφού πήγε κρυφά στη θάλασσα και σίμωσε το αφύλαχτο καΐκι, έλυσε το παλαμάρι, τόφερε σπίτι του και το μεταχειρίστηκε σ' ό,τι του χρειαζότανε.