United States or Turkey ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΦΛΕΡΗΣΦοβούμαι, φίλε μου, πως η παράκλησή σου... ΜΙΣΤΡΑΣΕκείνη θαρρώ πως είναι. ΦΛΕΡΗΣΔε θα ξέρη πως είσθε εδώ. ΜΙΣΤΡΑΣ — Α! δεσποινίς, ωραία! ωραία! Μόλις μας είδατε. Σας ευχαριστούμε. Τόση περιφρόνηση, πάει να πη. ΦΛΕΡΗΣΈλα, παιδί μου. Ως πότε θάσαι αγρίμι; Έλα να χαιρετίσης το γιατρό, τον κύριο Νίκο. ΝΙΚΟΣΜην ενοχλείτε τη δεσποινίδα, κύριε Φλέρη. Ίσως... ΦΛΕΡΗΣΑυστηρά.

Τω όντι, καλόν θα ήτο να έμενον εις τον πύργον των, εκεί να περάσουν όλην των την ζωήν, εντός της περιοχής εκείνης, ως εις Παράδεισον, αλλά ήτο αδύνατον πλέον· ή φυγή ή θάνατος, έλεγεν ο Γιάννος. . . Και η Μάρω εσκέφθη να τον ακολουθήση άπαξ δε λαβούσα την απόφασίν της ήτο εύθυμος και διότι ήτο υπό τα αυστηρά βλέμματα της μητρός της και προ πάντων διότι αυτή ήτο, ούτως ειπείν, η κλίμαξ διά της οποίας ο Γιάννος θα εσώζετο.

Ενώ ούτως ωμίλει, άνθρωπός τις κοινός εκ του πλήθους, απηύθυνε τον λόγον προς τον Ιησούν και είπε: «Διδάσκαλε, είπε τω αδελφώ μου όπως διαμερίσηται την κληρονομίαν προς με». Σχεδόν αυστηρά υπήρξεν η απάντησις του Ιησού.

Η φιλίωσις του Πρόσπερου με τον βασιλέα στηρίζεται εις την ευγένεια της ψυχής, αλλά επειδή εις τους άλλους δύο εχθρούς του αυτή δεν υπάρχει, μάταια ήθελε είναι με αυτούς η φιλίωσις, ώστε άλλο δεν μένει του Πρόσπερου παρά να χαλινώση με αυστηρά λόγια την ακαταδάμαστη κλίση τους εις το κακό.

Τι θα ζημιωθή ο κόσμος, από έν ψεύδος επί πλέον; Αφαίρεσε λοιπόν το άπειρον από τα ώτα μου, και το πνεύμα μου περιέβαλε διά τούτου. Και άφες, ω Δαίμων, να ονειρευθώ. Καγχασμός τραχύς εις την ακοήν μου αντήχησε, φωνή δε, άγνωστος ήδη και αυστηρά, ηκούσθη: — Ποίος ζητεί να ονειρευθή; ποίος ζητεί να πλάση κόσμον όπως θέλει, εδώ, όπου ο κόσμος όπως θέλει πλάττει;

Οι εκατόν αυτοί φίλοι του, υπακούσαντες εις την φωνήν του Κίμωνος, και αγωνισθέντες ανδρείως, έπεσαν άπαντες εις την μάχην θύματα ένδοξα της φιλοπατρίας των. Οι δε Αθηναίοι αμέσως τότε διέταξαν την εις Αθήνας επάνοδον του Κίμωνος, εννοήσαντες ότι, αν ο Κίμων ηγάπα την αρετήν και τα αυστηρά ήθη των Σπαρτιατών, την πατρίδα του όμως ελάτρευεν υπέρ παν άλλο επίγειον αγαθόν.

Αλλ' η φαντασία η αυστηρά και μελαγχολική του ποιητού Δάντου τον παρακολουθεί, κ' ευρίσκει εκεί, εις τον άλλον κόσμον, μεταξύ άλλων ψυχών μαραμμένων και πλανωμένων ως φύλλα φθινοπωρινά, την σκιάν εκείνου «όστις εξ ανανδρίας έκαμε την μεγάλην άρνησιν». Δυνάμεθα να ελπίσωμεν και να πιστεύσωμεν κρείττονα τελευτήν εις άνθρωπον προς τον οποίον ο Ιησούς, ως προσέβλεψεν, ησθάνθη συμπάθειαν.

Έβγαλε το καπέλλο του, προχώρησε, στάθηκε κοντά στο λείψανο και σταύρωσε τα χέρια. — Κείσαι λοιπόν νεκρά, ω μήτερ Θεών και κοιτίς ημιθέων! είπε άξαφνα με βροντερή και άτρεμη φωνή. Ναι κείσαι! επρόσθεσε κατεβάζοντας στο λείψανο το χέρι του και κυττάζοντας αυστηρά όλους.

Ο παππά Συνέσιος, ως τόσο, αφού εγευμάτισε με τον φίλο του τον Σερέτη, του έδωκε και άλλες οδηγίες, της υστερινές, για τη δουλιά που εμελετούσαν και του εσύστησε αυστηρά να προσέξη, το δίχτυ που έπλεκαν να είναι και στερεό και τεχνικό, για να μην ήθελ' εύρη το ψάρι κανένα μέρος αδύνατο ή καμμιά τρύπα μεγαλείτερη και τους φύγη.

Σήκωσε τα μάτια και κοκκίνισε κοιτάζοντας αυστηρά κατά πρόσωπο τον Έφις∙ και οι άλλες δυο τον κοίταζαν. «Το καταλαβαίνεις; Έτσι, απλά, σαν να έρχεται στο σπίτι του!» «Τι λες;», ρώτησε η ντόνα Έστερ, βγάζοντας ένα δάχτυλο μέσα από τον κόμπο που έκανε το σάλι.