United States or Mexico ? Vote for the TOP Country of the Week !


Από κοριτσάκι είχε συνηθίσει να βλέπει τα κόκαλα που τον χειμώνα ζεσταίνονταν λες στον ήλιο και την άνοιξη άστραφταν με τις δροσοσταλίδες. Η ντόνα Έστερ δεν ξεχνά ποτέ τίποτα και δεν παύει να παρατηρεί∙ έτσι, μόλις μπήκε στην αυλή, κατάλαβε ότι κάποιος τράβηξε νερό από το πηγάδι.

Εκείνος όμως είχε κιόλας σηκωθεί και δεν έδωσε σημασία στη χειρονομία της. Και όταν μπήκαν μέσα και η ντόνα Έστερ ζήτησε να μάθει νέα για το κτηματάκι σαν να ήταν ακόμη δικό της, εκείνος απάντησε σηκώνοντας τους ώμους με ασυνήθιστη αγένεια και πήγε να πλυθεί στο πηγάδι. Ο Απρίλης έκανε χαρούμενη ακόμη και τη θλιβερή αυλή.

Η Κατερίνα Κάρτα, επάγγελμα οικιακά, ζητούσε από την ευγένειά της την Έστερ Πιντόρ, μέσα σε πέντε μέρες από την κοινοποίηση της πράξης της διαμαρτύρησης της συναλλαγματικής υπογεγραμμένης υπό της ιδίας, την επιστροφή δυο χιλιάδων εξακοσίων λιρετών συμπεριλαμβανομένων των εξόδων. Στην αρχή και η Νοέμι πίστεψε, όπως ο Έφις, σε κάποια απερίσκεπτη ενέργεια της Έστερ.

Η ντόνα Έστερ όμως τον άρπαξε από το χέρι και η Νοέμι, που πήγαινε από πίσω του, έπεσε βαριά επάνω στον πάγκο, όπως η ντόνα Ρουθ, με τα μάτια κλειστά και το πρόσωπο μελανό. Εκείνος πήγε έξω, κάθισε στο σκαλοπάτι και έμεινε όλη τη νύχτα ακίνητος με το κεφάλι μέσα στα χέρια. Πριν την αυγή έφυγε για να πάει να βρει τον Τζατσίντο.

Εκείνη τον γνώρισε αμέσως από τα μάτια, μάτια μεγάλα, αμυγδαλωτά με γαλαζοπράσινο χρώμα∙ ήταν τα μάτια των Πιντόρ, αλλά η αναστάτωσή της μεγάλωσε όταν ο ξένος πήδησε επάνω στα σκαλιά της εξώπορτας και την έσφιξε στα δυνατά του μπράτσα. «Θεία Έστερ! Εγώ είμαι…. Οι άλλες θείες;» «Είμαι η Νοέμι….», είπε λίγο προσβεβλημένη, αλλά αμέσως σκλήρυνε τη στάση της. «Δεν σε περιμέναμε.

Η Νοέμι, πράγματι, είχε αφήσει τον πανσέ να πέσει σε μια λευκή πτυχή του υφάσματος. Η καρδιά της χτυπούσε∙ ναι, μάντευε. «Πού είναι η ντόνα Έστερείπε ο Έφις σκύβοντας επάνω στα πόδια του. «Πόσο θα ευχαριστηθεί όταν το μάθει! Ο ντον Πρέντου μου ζήτησε να γυρίσω στο χωριό γι’ αυτόν το λόγο…» «Μα τι λες, άθλιε;» «Όχι, μη με λέτε άθλιο!

Τι θα πει η γιαγιά σου; Ότι σ’ αφήσαμε να πεθάνεις από την πείνα;» «Γκριζέντα, δεν ακούς που σε φωνάζουν; Κάνε αυτό που σου λένε», είπε η ντόνα Έστερ. «Α, ντόνα Έστερ μου! Πεινάω μόνο… για χορό!» «Τζουαναντό! Έλα να φας!

Εκείνη την ώρα, ενώ το φεγγάρι ξεπρόβαλε σαν μεγάλο τριαντάφυλλο ανάμεσα στους θάμνους του λόφου και οι φλόμοι σκόρπιζαν τη μυρωδιά τους στις όχθες του ποταμού, προσεύχονταν και οι κυράδες του Έφις: η ντόνα Έστερ, η μεγαλύτερη, ας είναι ευλογημένη, θα τον μνημόνευε σίγουρα κι αυτόν τον αμαρτωλό. Αρκούσε αυτό για να νοιώθει ικανοποιημένος και αποζημιωμένος για τους κόπους του.

Ξέρω ότι εσύ και η Έστερ την επισκεφτήκατε προσπαθώντας να ταχτοποιήσετε το πράγμα και ότι η Καλίνα έδωσε τρίμηνη παράταση επιβαρυμένη με όλα τα έξοδα διαμαρτύρησης και τους μεγαλύτερους τόκους. Ξέρω ακόμη ότι πήρε σαν υποθήκη το κτηματάκι και το σπίτι, που κακό ψόφο να’ χει.

Γελούσε: δεν ήταν ποτέ τόσο ευτυχισμένος. Στο βάθος όμως, στη σκοτεινή κουζίνα, η ντόνα Έστερ και η ντόνα Νοέμι δε μετακινήθηκαν από τον πάγκο. Και να, εκείνος αισθανόταν υποταγή στη μια και φόβο για τη άλλη. Έκλεισε τότε τα μάτια και προσποιήθηκε ότι ήταν κι εκείνος τυφλός. Και πήγαιναν έτσι και οι τρεις, εδώ κι εκεί, επάνω σ’ ένα μαλακό έδαφος, ψέλνοντας δοξαστικούς ύμνους για το Άγιο Πνεύμα.