United States or Paraguay ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και η γρήγορη στριγγιά φωνή της Ελισάβετ: «Ω, κόψε και κάνε τα κομμάτια τα κορδόνια του κορσέ μουΕίναι λίγα απ' τα πολλά παραδείγματα που μπορεί κανείς ν' αναφέρη.

ΚΛΕΟΝΤ Τίποτα! ΝΙΚΟΛΕΤΑ Άφησε με να σου μιλήσω. ΚΟΒΙΕΛ Είμαι κουφός. ΛΟΥΚΙΛΗ Κλεόντ! ΚΛΕΟΝΤ Όχι. ΝΙΚΟΛΕΤΑ Κοβιέλ! ΚΟΒΙΕΛ Τίποτα! ΛΟΥΚΙΛΗ Στάσου. ΚΛΕΟΝΤ Παραμύθια! ΝΙΚΟΛΕΤΑ Άκουσέ με. ΚΟΒΙΕΛ Κολοκύθια! ΛΟΥΚΙΛΗ Μια στιγμή μόνο. ΚΛΕΟΝΤ Καθόλου. ΝΙΚΟΛΕΤΑ Μα κάνε λίγη υπομονή. ΚΟΒΙΕΛ Ταραρά! ΛΟΥΚΙΛΗ Δυο λέξεις μόνο. ΚΛΕΟΝΤ Όχι, τέλειωσε πεια. ΝΙΚΟΛΕΤΑ Μια λέξι. ΚΟΒΙΕΛ Πάει πεια, πάει.

ΒΕΡΑΘα προτιμούσα να μη δώσω τη γνώμη μου, γιατρέ. Είναι λεπτό ζήτημα και .... Δεν ήρθε η ώρα της. Είναι λοιπόν κανένας που προστάζει την ώρα που θα ξυπνήση η αγάπη; Κι' όταν ξυπνήση άξαφνα μέσα σ' ένα κορμί, μπορείς να της πης; «Κοιμήσου, ως που νάρθη η ώραΦΛΕΡΗΣΆφισε τις θεωρίες, γιατρέ. Κάνε μου τη χάρη. Δεν πάμε να καθίσουμε; ΒΕΡΑΑλήθεια.

Χάρηκε του Λαέρτη ο γιος με το καλό σημάδι που φάνηκε, και στη θεά δεήθηκε έτσι κι' είπε «Άκου με, κόρη αμάλαγη του Δία, εσύ που πάντα μου παραστέκεις στα δεινά, και σαν κινώ η ματιά σου 280 με βλέπει, ω πλήθια αγάπα με, καλή θεά, και τώρα, και κάνε να γυρίσουμε στα πλοία δοξασμένοι, μεγάλα κατορθώνοντας που ο οχτρός ναν τα θυμάται

Αλλά παρακάλεσε τόσο θερμά, που η Ζωηδία στο τέλος συμφώνησε «Φέρε τους λοιπόν», είπε, «αλλά κάνε τους να καταλάβουν ότι δεν θα πρέπει να σχολιάζουν ότι δεν τους αφορά και κάνε τους να διαβάσουν την επιγραφή πάνω από την πόρταΓιατί πάνω από την πόρτα ήταν γραμμένο με χρυσά γράμματα. «Όποιος ανακατεύεται σε δουλειές που δεν τον αφορούν, θα ακούσει αλήθειες που δεν θα του αρέσουν

Απεναντίας να καθήσης στο σπίτι σου και να βυθιστής στα έργα γιαπωνέζων καλλιτεχνών και έπειτα, όταν θα έχης αφομοιώσει μέσα σου το πνεύμα του ύφους των και συλλάβει τον φανταστικό τρόπο της ενατενίσεώς των, πήγαινε κανέν απόγευμα και κάθου στο Πάρκο ή κάνε βόλτες κάτω στο Piccadilly κι αν δεν έχης εκεί απολύτως γιαπωνέζικες εντυπώσεις, πουθενά δεν θα τις έχης.

Ας είνε, σα δε θες να πάω να τη δω μια βολά, θα πάω πολλές, της είπα, κιάμε να το πης και του Δεσπότη και του Μουντίρη και του Θεού μαγάρι. Από σήμερα θα πηαίνω κάθα μέρα. Κιας με πιάση και το χτικιό, για να μην έχης τότε αφορμή να μεμποδίζης. Αφού είδεν ότι οι φοβερισμοί δεν έφερναν αποτέλεσμα, άλλαξε γλώσσα: — Κάνε ό,τι θες.

Ο παπάς σήκωσε τα χέρια του και μούντζωσε κατά την πόρτα. — Κάνε υπομονή, ευλογημένε. Έφτασα. Πήγε μόνος κ' έσυρε το μάνταλο της πόρτας. Ο Γιώργης ο Αλυφαντής χύμηξε μέσα. — Παπά μου, για το Θεό, πρόφτασε! Χάνεται ο πεθερός μου. Πρόφτασε να τον μεταλάβης. Τελειώνει... Του κόπηκαν τα γόνατα. Έγινε χλωμός, σαν το κερί.

«Φίλη, είπε ο Τριστάνος, να ο Βασιληάς και κύριός σου, οι ιππότες του και οι πολεμιστές του. Σε μια στιγμή δε θα μπορούμε πεια να μιλάμε. Στ' όνομα του παντοδυνάμου και δοξασμένου Θεού, σ' εξορκίζω αν ποτέ σου στείλω κανέναν απεσταλμένο, κάνε ό,τι θα σου παραγγείλω!

Κάνε κουράγιο, Δάφνη· καυτερός είν' ο ήλιος. — Άμποτε να ήταν τόσο καυτερός, όσο η φωτιά που καίει την καρδιά μου. — Αστειεύεσαι κοροϊδεύοντάς με. — Όχι, μα τα γίδια, που εσύ μ' επρόσταξες να σ' ορκιστώ. Αφού αποκρίθηκεν αυτά η Χλόη στο Δάφνη σαν αντίλαλος κ' επειδή τους εφώναξεν η Νάπη, εμπήκανε πάλι μέσα, πολύ περισσότερο κυνήγι από το χτεσινό φέρνοντας.