Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025


Ας είνε, σα δε θες να πάω να τη δω μια βολά, θα πάω πολλές, της είπα, κιάμε να το πης και του Δεσπότη και του Μουντίρη και του Θεού μαγάρι. Από σήμερα θα πηαίνω κάθα μέρα. Κιας με πιάση και το χτικιό, για να μην έχης τότε αφορμή να μεμποδίζης. Αφού είδεν ότι οι φοβερισμοί δεν έφερναν αποτέλεσμα, άλλαξε γλώσσα: — Κάνε ό,τι θες.

Ο τρελλός φώναζε κιο παπάς έλεγε στο δαίμονα, πούτον, ως υπόθεταν, μέσα στον άρρωστο: — «Έβγα θεοκατάρατε, από τον άνθρωπο, να πας στα τάρταρα του Άδου, το κατοικητήριό σου!» Ο άρρωστος αποκρινόταν, αντί του δαίμονα: — «Από πού να βγω; — Από τανύχι του μικιού του δακτυλιού, να μην του κάμης κακόΤότε ο άρρωστος γελούσε αληθινό σατανικό γέλιο κέλεγε: — Κιαμέ δε θα βγω; Α δε βαριέσαι, ανήμενε.

Μα θα μου δώση το τουφέκι να τώχω 'γώ; — Κιαμέ; Όσες μέρες θάστε στον Αμαλό, το τουφέκι θάνε δικό σου. Νάχης μόνο το νου σου να μη σε σβολώση. Ο Βασίλης θα σ' αρμηνεύγη κιότι νάρθη να μου πη πως ήμαθες να παίζης, θα σαγοράσω, κανακάρη, μου, ένα τουφέκι νάνε μοναχικό σου και να πιαίνης να κυνηγάς, όντε θες. Ο Βασίλης που τον είδα ταπόγεμα μου βεβαίωσε τα λόγια της μάνας μου.

Μην κλαις, παιδί μου, μην κλαις, της είπε στοργικώς, και σα δεν τονε θες τον Τερερέ, δε θα σε βάλουνε να τόνε πάρης στανικώς. Κι' ο κύρης σου ήλλαξε γνώμη. — Αλήθεια; ανεφώνησεν η Πηγή, μη τολμώσα να το πιστεύση. — Αλήθεια κιαμέ ψώματα; Τόση ώρα που μιλούσαμε αυτό 'πολέμουνα, να του γυρίσω την κεφαλή του την αγύριστη. Μη φοβάσαι μπλιο να σου ξαναμιλήση για τον Τερερέ.

Δεν μπορώ να δουλεύγω σα δε σε θωρώ, είπεν ο Μανώλης. Ο νους μου δεν είναι στην κεφαλή μου. — Κιαμέ πού; είπεν η Πηγή με προκλητικήν φιλαρέσκειαν. — Κοντά σου, απήντησε με στεναγμόν ο Μανώλης. — Αι, για τούτο να βάλης όλα σου τα δυνατά να τελειώση γλίγωρα το σπίτι ... να τελειώσω κ' εγώ τα προυκιά μου. — Μα δε μπορώ, σου λένε, δε μπορώ, θεόψυχά μου. Δε με πιστεύγεις;

Κιαμέ καλόγερος θα γενής; είπεν ο Σαϊτονικολής προσπαθών να γελάση. Δεν το πολυπιστεύγω, μωρέ παιδί; Καλόγερος θα 'πά γενώ να σώσω τη ψυχή μουμα δε μ' αφήνει ο διάολος απούχω στο βρακί μου. Κατές το τό τραγούδι; — Δεν κατέω πράμμα! είπεν ο Μανώλης αποστρέφων το πρόσωπον και εντείνων το πείσμα του διά να μη γελάση. Εγώ την Πηγή δε θα τήνε πάρω κιάν 'νε γυρίση ορανός κάτω κ' η γης απάνω.

Έχεις και μούρη και ρωτάς; οντέν εβάφτισες του συντέκνου του Μουστοβασίλη το θυγατέρι δεν είπες τση μάνας σου πως ήθελες την Πηγή; ... Δε σου τώπε, Ργινιό; — Κιαμέ δε μου τώπε; απήντησε με μειδίαμα η Σαϊτονικολίνα. — Ύστερα σ' ερώτηξα κεγώ και δε μούπες όχι και με το να μαρέση κεμένα η Πηγή, ήδωκα λόγο του Θωμά.

Δε μου λες, Μανωλιό, του είπεν αποτόμως η χήρα, αλήθεια είν' αυτό πακούστηκε πως σελογοστέσανε με το Πηγιό; — Κατέω κ' εγώ; απήντησεν ο Μανώλης. — Κιαμέ ποιος κατέει; Κρυφό πρέπει τόχετε ... Δε λέω, καλή κοπελιά 'νε η Πηγή, μα δεν μπορώ να καταλάβω γιάιντα βιάστηκ' έτσα αφέντης σου να δώση λόγο. — Κιαμέ να την αφήση να την πάρη ο Τερερές; είπεν αφελώς ο Μανώλης.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν