Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025


Τα σκάνδαλα είχανε ξεχασθή, γιατί ο κόσμος λησμονεί εύκολα και οι ίδιοι οι διώχτες του τον εδέχτηκαν πάλι. Ίσως είχαν ελπίδα πως θα εδιωρθώθηκε. Μα δε βαριέσαι, μετά καιρό, τα ίδια και πάλι φωνές, ταραχή, καυγάδες, βρωμόλογα και στο τέλος διώξιμο νύχτα!

Το κορίτσι κείνο μούδωκε αφορμές να σκεφθώ· αλλ' η αγάπη που με περίμενε στο χωριό βρήκε τη δύναμη να διώξω τον πειρασμό. Στο χωριό έφτασα δειλινό κεπειδή σε λίγο φάνηκα έτοιμος να ξεπορτίσω, η μάνα μου μούπε με θυμωμένο παράπονο: — Χόρτο να μην κόψης εδά, μόνο να σφίξης στση Βαγγελιάς. Εμάς, πρέπει, μάςε βαριέσαι. — Ποιος σούπε πως θα πάω 'κειά; — Δεν το θωρώ πως ο νους σου 'ν' εκειά;

Ο ξεκληρισμός ακολουθεί ακόμη, σαν θεϊκή κατάρα το πέταγμά της και όπου πάει και καθήση, φέρνει κ' εκεί τη νέκρα και την ερήμωσι. Αφού τόρα ήρθε κ' έκατσε στο καράβι μας, βέβαια για καλό δεν ήταν. Μα για να παρηγορήσω τον καπετάνιο έκαμα τον αδιάφορο. — Μπα, δε βαριέσαι που πιστεύεις, καπετάνιε! του λέγω· ο Θεός καλός όλα καλά.

Τώπα δα και προτήτερα: Θρησκεία μούλων. ΑΓΙΟΣ ΔΗΜ. Μη βλαστημάς! ΓΑΛΕΡΙΟΣ. Μακρυά από τ' αξιώματα, παντού διωγμένοι πτώματα! Μωρέ, τι περιμένεις να ιδής καλό 'πό τούτη τη θρησκεία; Αν και δεν βαριέσαι. . . τι χαλώ το σκότι μου. . . Ναι. . . όπως είπες και αρχήτερα, πως είμαι άνθρωπος με θέλησι γερή, εγώ και τώρα και προτήτερα σένα για ξεροκέφαλο σ' εγνώρισα.

Δε βαριέσαι, είπεν ο 'γούμενος και στον ίδιο καιρό εγέμισε το ποτήρι του γαμπρού, οπού το εκατεβάσε με μιας. — Εγώ σε λυώ από το λόγο σου· πας και τους ήφαες τίποτα; — Δε σου λέου, είπεν ο Κεριάκος με τραυλή φωνή από το ποτό, μα . . . — Δεν έχει μα και ξεμά· όλα είν' έτοιμα, θα πάμε μέσα να ξεμπερδεύωμε, να ησυχάσης και συ.

Είχε γίνει χλωμή σαν τη ζαφορά. — Θα σε γελάσω, παιδί μου; Δεν έχει σου λέω. — Βαριέσαι να ψάξης, Μαθιό. Τόσα γράμματα έχεις στα χέρια σον. Θα είνε μέσα και το δικό μας. Δε γίνεται... Ο Μαθιός έκανε πως ψάχνει τάχα. — Δεν ξέρω εγώ, παιδί μου, τι έχω; Να! ορίστε, όλα τα γράμματα. Δεν έχει, σου λέω. Σαν είχα σας έφερνα. Με το άλλο.

Ήμασταν πάντα καλές φίλες με την ντόνα Ρουθ, αν και εγώ δεν είμαι από ευγενική γενιά.» «Εσείς έχετε την ευγένεια στην ψυχή», απάντησε γαλαντόμος ο Έφις, εκείνη όμως έστριψε ελαφρά το αδράχτι σαν να ήθελε να πει «δεν βαριέσαι!» «Και ο αδελφός μου ο Ρετόρος εκτιμάει πολύ τις κυράδες σου.

Θες να πης πως τώρα δεν αγαπούνε; ρώτησα 'γω. — Δε βαριέσαι! είπεν ο Βασίλης.

Μη τον κάνεις έτσι, μωρέ· πειράζεται φοβερά ο Κεφαλλωνίτης. — Μπα· είπεν εκείνος σηκώνοντας τις πλάτες. Εγώ δεν τα κάνω να τον πειράξω. Έτσι τα λέγω, χωρατά. — Χωρατά μα εκείνος τα παίρνει στ' αλήθεια. — Δε βαριέσαι!.. Κ' έφυγε από κοντά μου αντιπατώντας τις πατούσες του στα σανίδια, σαν να έλεγε πως έτσι άσπλαχνα ημπορεί να πατήση καθένα που θα θελήση ν' αντισταθή στη χαρά του.

Λέξη Της Ημέρας

μεταβατική

Άλλοι Ψάχνουν