Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025
Ήμασταν πάντα καλές φίλες με την ντόνα Ρουθ, αν και εγώ δεν είμαι από ευγενική γενιά.» «Εσείς έχετε την ευγένεια στην ψυχή», απάντησε γαλαντόμος ο Έφις, εκείνη όμως έστριψε ελαφρά το αδράχτι σαν να ήθελε να πει «δεν βαριέσαι!» «Και ο αδελφός μου ο Ρετόρος εκτιμάει πολύ τις κυράδες σου.
Κι έπειτα ξέρεις: έχουμε ζήσει μέχρι τώρα, καλά δεν ήμασταν μέχρι τώρα; Τι μας έλειψε; Και θα συνεχίσουμε με τη βοήθεια του Θεού. Δε θα μας λείψει το ψωμί. Το σπίτι του Πρέντου είναι γεμάτο πράγματα που ούτε να τα φυλάξω δε θα μπορούσα.» Ο Έφις σκεφτόταν απογοητευμένος. Τι να κάνει, εάν δεν καταφύγει στο ψέμα; Ξανάρχισε να ψηλαφίζει το ρούχο. «Πρέπει όμως να σας πω κάτι σοβαρό, ντόνα Νοέμι.
Ακίνητη πλάι στην εξώπορτα, η Νοέμι προσπαθούσε πάντα να ράψει, με το κεφάλι σκυμμένο πάνω από το πανί που αντανακλούσε το κόκκινο του ουρανού πάνω από το βουνό. «Τι θέλετε, λοιπόν;» «Θα σας πω. Εσείς τα ξέρετε όλα. Τα παιδιά αγαπιούνται. Εγώ λέω: εάν αγαπιούνται, γιατί να τα εμποδίσουμε; Μήπως δεν αγαπήσαμε κι εμείς όταν ήμασταν νέες; Ο καιρός όμως περνά, κυρά μου, και το παλικάρι παραξενεύει.
Ο ίδιος ο ντον Τζάμε θα έρθει να με πάρει, όπως το είχαμε συμφωνήσει όταν ήμασταν παιδιά. Ήρθε η ώρα να φύγουμε μαζί. Και στο δρόμο θα του πω να μη σταματήσει εκεί που έπεσε, εκεί που τον σκότωσες, και να σε συγχωρήσει για την αγάπη που έδειξες για τις κόρες του. Θα σε συγχωρήσει. Έφις∙ αρκετά σήκωσες το βάρος. Κι εσύ όμως Έφις, σώσε την Γκριζέντα μου. Θα χαθεί.
Ήταν ωραία που πηγαίναμε έτσι, σαν να ήμασταν γίγαντες. Έτσι ζήτησε σε γάμο τη Γκριζέντα κι έτσι, με τη βοήθεια του Θεού, θα παντρευτούνε.» «Από ποιόν τη ζήτησε σε γάμο;» «Δεν ξέρω∙ από την ίδια!» «Πες μου Τσουαναντόνι, ο ντον Τζατσίντο πήγε στις θείες του, στις κυράδες μου;» Το αγόρι δίστασε πάλι. «Ναι», είπε έπειτα, «πήγε.
Όταν όμως έριξε τα ψίχουλα και την τελευταία γουλιά στο πάτωμα – αφού η γη θέλει πάντα το μικρό της μερίδιο από την τροφή του ανθρώπου – τέντωσε λίγο την πλάτη του και τα μάτια του τα κύκλωσαν λαμπερές ρυτίδες. «Λοιπόν, στο ταξίδι ήμασταν όλοι φτωχοδιάβολοι. Πηγαίναμε και πηγαίναμε χωρίς να ξέρουμε πού θα καταλήγαμε, πάντα όμως με την ελπίδα του κέρδους.
Με μια απειλητική χειρονομία της σταμάτησε το αδράχτι κι εκείνη φοβήθηκε, αλλά δεν το έδειξε. «Οι κυράδες σου σε στέλνουν τότε; Να τους πεις, λοιπόν, να μην ανησυχούν. Υπάρχει καιρός για την πληρωμή, δεν βιάζομαι. Συνολικά έδωσα τετρακόσια σκούδα στο παλικάρι. Άρχισε να μου ζητάει λεφτά όταν ήμασταν στο πανηγύρι. Ήθελε να κάνει εντύπωση. Έλεγε πως περίμενε λεφτά από τη Ρώμη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν