United States or Svalbard and Jan Mayen ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έννοια σου, παιδί μου· θα γένης καλά, πρώτα ο Θεός· σα δε γένης καλά πρώτα, πού κάνουμε ημείς γάμο . . . Και τώρα που θ' αρχίσουνε να μας έρχουνται η νυφάδες, να μας στέλνουν προξενειαίς, για σ' εσένα, Θανασάκη μου!

Πηγαίνει μια μέρα ο Θεοδορίχος στην τέντα του Θοδορίχου και «Μωρέ» του λέει «τι κάθεσαι και κάνεις; Δε βλέπεις πως ο Ρωμαίος θέλει να μας ξεπαστρέψη, και μας βάζει να φαγωθούμε ανάμεσά μαςΞαφνίζεται αμέσως ο Θοδορίχος, αλλάζει γνώμη, φιλιώνουνται, γίνουνται συμμάχοι οι δυο οι Οστρογότθοι, και στέλνουν πρεσβεία στον Αυτοκράτορα ζητώντας του «κουβούκλια με τα κλήματα» που λέει ο λόγος.

Θέλει να πη ότι δεν είνε πλούσιος με δικά του χρήματα, αλλά είνε με ξένα. Όσαις χιλιάδαις υπέρπυρα επιθυμήση, του τα στέλνουν οι φίλοι του. — Ποίοι φίλοι του; — Σου είπα ότι έχει με το μέρος του όλους τους μεγάλους. Και εκτός απ' αυτό είνε και ο ίδιος εις τον Μωρέαν άρχων. Είνε νομοθέτης του Μωρέως. Αυτός βάζει όλους τους νόμους εις τον τόπον αυτόν.

Πνεύματα που αμφιβάλλουν για το έργο τους, θα ήθελαν να στέλνουν μακρυά, καθώς εσύ, στους ανθρώπους την ευεργεσίαφάρε που ξέρεις γιατί αγρυπνάς ... Ως κι' εδώ στο βουνό, που στέκω απόψε, η χρυσή σου ματιά φτάνει από πέρασα να ζητά το χαμένο πλεούμενο των λογισμών μου. Ως εδώ πέρα φτάνουν οι ανήσυχοι παλμοί σου, φάρε, φλογερή και ρυθμική καρδιά της κοινωνίας!

Το ίδιο απ' τα καλόθρονα κι' οι Δαναοί καράβια 419 στέλνουν να φέρουν τους νεκρούς, κι' άλλους να παν για ξύλα. 420 Και τους νεκρούς σαν έφεραν, τους πήραν κι' έναν ένα 430 τους σώρεβαν πας στη φωτιά με πληγωμένα σπλάχνα· κι' αφού τους έκαψαν, γυρνούν στ' ανάφρυδα καράβια.

Αν ήναι και οι τάφοι μας και τα νεκροταφεία να στέλνουν τους θαμμένους μας οπίσω, — μνήματά μας εις το εξής των αετών ας γείνουν τα στομάχια ! ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Η τρέλλα σ' έκαμε δειλόν; ΜΑΚΒΕΘ Καθώς σε βλέπω τώρα, τον είδα! ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Δεν εντρέπεσαι!

ΧΟΡΟΣ Με χίλιους τρόπους φαίνεται η ισχύς των αθανάτων κ' είναι πολλά τανέλπιστα, που οι θεοί μας στέλνουν. Δεν γίνεται ό,τι βέβαιον νομίζομεν. Και όμως βρίσκει τον τρόπο ο θεός τανέλπιστα να κάμη. Έτσι και στης Αλκήστιδος τον θάνατον συνέβη. Η Σειρά των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, των Εκδόσεων Φέξη, υπήρξεν ένας σταθμός στα ελληνικά χρονικά.

Τον φώναξε όμως μια γνώριμη φωνή: ήταν η νεανική φωνή, λίγο λαχανιασμένη όμως, ενός αγοριού που κατοικούσε πλάι στο σπίτι των Πιντόρ. «Μπαρμπα- Εφισέ, μπαρμπα- Εφισέ!» «Τι τρέχει, Τζουαναντό; Είναι καλά οι κυράδες μου;» «Ναι, είναι καλά, μου φαίνεται. Με στέλνουν μόνο για να σας πω να γυρίσετε αύριο νωρίς στο χωριό, γιατί θέλουν να σας μιλήσουν.

ΠΡΟΣΠ. Πνεύματα, που με το μέσο της τέχνης μου εκάλεσα από τη σφαίρα τους, για να ενεργήσουν εκείνο, που μου φαντάσθηκε τώρα. ΦΕΡΔΙΝ. Ας ζήσω για πάντα εδώ· ο θαυμαστός πατέρας, και μία σύντροφος, κατασταίνουν τούτο τον τόπο ένα Παράδεισο. Η ΗΡΑ κ' η ΔΗΜΗΤΡΑ κρυφομιλούν και στέλνουν την ΙΡΙ για θέλημα. ΠΡΟΣΠ. Τέκνα μου, σιωπή· η Ήρα με τη Δήμητρα κρυφομιλούν σοβαρά.

Γιατί αυτός είνε κατεργάρης και όσα σπίτια δεν στέλνουν τα παιδιά τους να ψωνίσουν τα ψιλικά από αυτόν, δεν τους δίνει ψωμί κρέντιτο. Να, αυτά είνε τα σωστά. Ότι δηλαδή, Αρφανούλα μου, η ατυχία με κυνηγά· και να πης χαιρετίσματα εις τον Μπάρμπα-Σταυρήν ότι ο Σπύρος ειμπορεί να είνε άτυχος, τεμπέλης όμως δεν είνε.