United States or Croatia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκείνες πάλε οι διο γυρνούν στου Δία τα παλάτια, η σώστρα η κόρη του Διός κι' η κρουσταλλόκορφη Ήρα, μιας κι' ο αχόρταγος θεός παράτησε τους φόνους. Κι' έμειναν μόνοι οι Δαναοί να πολεμάν κι' οι Τρώες· κι' ώρα ξανάσμιγαν δεξά ώρα ζερβά στον κάμπο, κι' έρηχναν ένας τ' αλλουνού τα φράξινα κοντάρια ανάμεσα απ' τα ρέματα του Ξάνθου και Σιμόη.

Ο φονικός σκοπός μου το σχήμ' αυτό τ' ανύπαρκτοντα 'μάτια μου λαμβάνει!... αυτήν την ώραν της νυκτόςτο ήμισυ της σφαίρας η φύσις φαίνετ' ως νεκρά, — κ' εξαπατούν τον ύπνον όνειρα τώρα τρομερά μέσ' 'ς τα σκεπάσματά του. Τώρα γυρνούν Εξωτικά, κ' εις την χλωμήν Εκάτην προσφέρουν την λατρείαν των.

Τα πλοία, οι βράχοι, η λαγκαδιαίς, βουνά μαζύ και κάμποι Με χόρτα να στολίζωνται και μ' ώμορφα λουλούδια, Και το ξανθό βοσκόπουλο γλυκά να λέη τραγούδια· Γλυκά κ' η πέρδικες λαλούν, και πλειο γλυκά τ' αηδόνια, Κι' απ' τα μακρυά τους χειμαδιά, γυρνούν τα χελιδόνια.

Και βρήκε τον που με σπουδή στα φυσερά του κύκλω γύρναε δρωμένος, τι έφτιανε ως είκοσι λεβέτια 373 τρίποδα, κι' έβαλε χρυσή στο κάθε πόδι ρόδα, 375 π' αφτόθελα ως μες στων θεών τη συντυχιά να τρέχουν και πάλε μέσα να γυρνούν... πούταν το νου να χάνεις!

Τα πάθη των κυρίων των αυτοί τ' αναγριώνουν και ρίχνουν λάδι'ς την φωτιάν και εις τον πάγον χιόνι, και λέγουν όχι, λέγουν ναι, και 'σάν τας αλκυόνας την μύτην στρέφουν και γυρνούν με κάθε τρικυμίαν, με κάθε αλλαξοκαιριάν εκείνου 'πού δουλεύουν, και μόνον 'ξεύρουν, σαν σκυλιά, κατόπιν του να τρέχουν. Προς τον Οσβάλδον Ανάθεμα τα μούτρα σου τα σεληνιασμένα!

Γράφει πως βουτούσε το πρόσωπό του «μέσα σε μια νερωμένη πρασιά μυρτολούλουδων, βρεμμένων με δροσοσταλίδες του Μάη», κ' ακόμα για την απόλαυση να βλέπη τις αγελάδες ν' ανασσαίνουν γλυκά, «να γυρνούν πίσω μ' αργό βήμα στο σπίτι κατά το σούρουπο», και ν' ακούη «τον απόμακρον ήχο των κουδουνιών των προβάτων». Μια του φράση: «ο πολύανθος λαμπύριζε στο κρύο του στρώμα, στο χώμα, σα μια εικόνα μοναξιάς του Giorgione στη μουντή δρύινη κορνίζα της», είναι παράδοξα χαρακτηριστική της ιδιοσυγκρασίας του και το ακόλουθο κομμάτι είναι στο είδος του αρκετά όμορφο: «Το κοντό τρυφερό χορτάρι ήταν σπαρμένο με μαργαρίτες πυκνές όπως τ' αστέρια στον ουρανό την καλοκαιρινή νυχτιά.

Και πήγε απάνου στάθηκε στου χαντακιού τον όχτο, 215 παρέκει λίγο απ' το τειχί, μηδέ έσμιγε τους άλλους, τι την ορμήνια 'χε στο νου της μάννας· κι' απ' τον όχτο χούγιαξε ολόρθος στέκοντας, κι' η Αθηνά ως αλάργα έσκουξε, κι' έκοψε η στριγγιά τα ήπατα των Τρώων. 218 Όλους τους έπιασε σπασμόςκι' όλες ξανά οι φοράδες 223 γυρνούν τ' αμάξιατι έβλεπαν μπροστά ανοιχτό τον Άδη.

Το ίδιο απ' τα καλόθρονα κι' οι Δαναοί καράβια 419 στέλνουν να φέρουν τους νεκρούς, κι' άλλους να παν για ξύλα. 420 Και τους νεκρούς σαν έφεραν, τους πήραν κι' έναν ένα 430 τους σώρεβαν πας στη φωτιά με πληγωμένα σπλάχνα· κι' αφού τους έκαψαν, γυρνούν στ' ανάφρυδα καράβια.

ΑΙ ΤΡΕΙΣ ΟΜΟΥ Τρεις Μοίραις, καλομοίραις, αδελφαίς κ' αι τρεις της γης και του αέρος ταξειδεύτριαις, γυρνούν χειροπιασμέναις ολοτρίγυρα Τρεις γύρους δι εσένα, τρεις φοραίς εγώ, και τρεις φοραίς ακόμη, — έγειναν εννηά ! Τελείωσαν τα μάγια! Τώρα σιωπή! ΜΑΚΒΕΘ Δεν είδα 'μέραν, 'σαν αυτήν, τόσον φρικτήν κι' ωραίαν!

Τα γκέμια αφτός κρατούσε κι' έτρεχε εκεί που πιο πυκνοί χτυπιόντουσαν οι λόχοι, του αντρειωμένου Έχτορα ζητώντας και τους Τρώες να καλοπιάσει· μα κακό του βγήκε στο κεφάλι, 450 κακό που δεν του πρόλαβαν κιας λαχταρούσαν όλοι, τι πίσω μπήκε η άχαρη σαΐτα μες στο σνίχι. Κι' όξω οχ τ' αμάξι κύλησε, γυρνούν και τα γοργά άτια πίσω ξανά, την άμαξα κατρακυλώντας άδια.