Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025


Η μάνα της την είχε πολύτιμη παρακαταθήκη του αντρός της· Στα σκοτεινά την έλουζε στ' άφεγγα την έπλεκε. στ' άστρι και τον αυγερινό έφτιανε τα σγουρά της. Όταν έγινε δώδεκα χρονών ήρθαν προξενητάδες και την εζητούσαν νύφη στη Βαβυλώνα. Η μάνα και τα οχτώ αδέρφια δεν ήθελαν να την δώσουν τόσο μακριά· δεν ημπορούσαν να υποφέρουν τον αποχωρισμό της.

Κι' εκεί ένα βαθυγράσιδο μέσα έφτιανε μετόχι, 550 που θεριστάδες, τροχιστά στα χέρια τους δρεπάνια βαστώντας, δώσ' του θέριζαν· κι' απ' τις χουφτιές λες άλλες έπεφταν χάμου απανωτές στη γης αράδα αράδα, άλλες πάλε έπαιρναν γοργοί δετάδες ναν τις δέσουν. Τρεις οι δετάδες π' όριζαν· και τα παιδιά από πίσω 555 δίχως να στέκουν αγκαλιές το χόρτο κουβαλούσαν κι' έδιναν πάντα.

Μα τότε δε μπόρεσε· επειδή έφτασεν ο Διονυσιοφάνης με την Κλεαρίστη· κ' ήτανε ταραχή μεγάλη από ζώα, δούλους, άντρες, γυναίκες. Μα ύστερα έφτιανε λόγο ερωτικό και μακρύ. Κ' ήτανε ο Διονυσιοφάνης μεσόκοπος πια, ψηλός όμως κι όμορφος και που μπορούσε και με παλληκάρια να παραβγή· μα και πλούσιος όσο λίγοι και καλός σαν κανένας άλλος.

Εμπρός στη στάνη του Δρύαντα και κάτου από το φράχτη της ήτανε δυο μεγάλες σμερτιές και κισσός είχε φυτρώσει· οι σμυρτιές ήτανε η μια κοντά στην άλλη κι ο κισσός ανάμεσα στις δυο, ώστε απλώνοντας σε καθεμιά τα κορφοβλάσταρά του σαν κλήμα με τ' απαναπανωτά φύλλα του έφτιανε είδος σπηλιάς· και τα τσαμπιά πολλά και μεγάλα, σαν σταφύλια από τα κλήματα, κρεμόντανε.

Όσο μπορούσε, βοηθούσε τους χωργιανούς με τας συμβουλάς του· και ήτανε τότε γλυκός, πράος, γιατί ήξερε πως με την υπομονή μόνον θα ωφελούσε. Το κελλί του το είχε καθαρό, όσο μπορούσε. Είχε το μπάγκο του και τα σύνεργα της δουλιάς του, σουβλιά και καλαπόδια και όταν είχε δουλιά, έφτιανε καινούργια, ή εμπάλωνε παλιά παπούτζια και σαν δεν είχε δουλιά, εδιάβαζε.

Και βρήκε τον που με σπουδή στα φυσερά του κύκλω γύρναε δρωμένος, τι έφτιανε ως είκοσι λεβέτια 373 τρίποδα, κι' έβαλε χρυσή στο κάθε πόδι ρόδα, 375 π' αφτόθελα ως μες στων θεών τη συντυχιά να τρέχουν και πάλε μέσα να γυρνούν... πούταν το νου να χάνεις!

Και επολεμούσαν ο μεγάλος και ο μικρός Σερέτης· αυτός όμως δεν τα έβγαζε πέρα και τον εκδικούτανε με ρίμες σατυρικές που της έφτιανε πρόχειρα και της εφώναζε στο δρόμο μέσα.

Μόνος του τις καθάριζε, έφτιανε στρίποδα, βάθρα, τραπεζάκια και τις έβαζε απάνου! Έπειτα στεκότανε μπροστά τους ώρες ολάκερες και τις καμάρωνε. Κ' εκεί που τις καμάρωνε ξεχνιότανε ως που τα μάτια του βασίλευαν και δεν έβλεπε τίποτα. Κανόνι νάρριχνες δίπλα του δε σάλευε. Και όταν τέλος ερχόταν στον εαυτό του, εύρισκε πως δεν ήταν καλά βαλμένες κι άρχιζε πάλε να τους αλλάζη τη θέση.

Λέξη Της Ημέρας

μεταβατική

Άλλοι Ψάχνουν