United States or Mozambique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' έβαλε η σεβαστή θεά στην κεφαλή της γύρω δεσιά καινούργιακαι λεφκή έτσι είταν λες σαν ήλιος185 κι' ώρια σαντάλια απέ έδεσε στα λιμπιστά της πόδια.

ΜΙΣΤΡΑΣΧρωστούμε στα παιδιά μας την ευτυχία που δεν απολάψαμε εμείς. Έχεις δίκιο. ΦΛΕΡΗΣ — Η ζωή μου παραστράτησε. Τα σημάδια από τα σίδερα της σκλαβιάς είναι βαθειά τυπωμένα απάνω της. Ζητώντας τη λευτεριά μου έδεσα μοναχός μου με καινούργια δεσμά την ψυχή μου, χωρίς να το καταλάβω.

Κι ασπίδα καλοβάσταγη κρατάει καινούργια μ’επάνω της διπλό σημάδι δουλεμένο: έναν πολεμιστή να ιδής χρυσοφτιασμένο που μια γυναίκα με σεμνό τρόπ’ οδηγάει° η Δίκη λέει πως είναι τάχα, καθώς λένε τα γράμματα: Θα φέρω πίσω αυτόν να πάρη τη χώρα του και των σπιτιών του την κυβέρνια. Τέτοιες εκείνων είναι οι φαντασιές° τώρα ο ίδιος κρίν’ εσύ ποιο σκέπτεσαι να στείλης.

Ο Αγαθούλης αρνήθηκε· οι θρησκόληπτες τον βεβαιούσαμε, πως ήτανε καινούργια μόδα· ο Αγαθούλης απάντησε, πως δεν ήτανε καθόλου άνθρωπος της μόδας. Ο Μαρτίνος θέλησε να πετάξει απ' το παράθυρο αυτόν τον κύριο. Ο παπάς ορκιζότανε πως δε θα θάψει τον Αγαθούλη· ο Μαρτίνος ορκιζότανε, πως θα θάψη τον παπά, αν εξακολουθούσε να τους ζαλίζη.

Κι ως χθες κανείς μας απ' τους δυο παράπονο δεν είχε· μα σήμερα ήρθε σπίτι μου η μάννα της Φιλίστας και της χορεύτρας Μελαξώς, την ώρα που φοράδες φέρνουν απ' τον ωκεανό στον ουρανό τρεχάτες τη ροδοχέρα την Αυγή· και κοντά στάλλα μούπε πως έχει πιάσει ο Δέλφις μου κάποια καινούργια αγάπη, μα ποια αγαπά, δεν ήθελε να μου το φανερώση, παρά μονάχα πως συχνά πίνει κρασί για κάποια και πως το πίνει ανέρωτο και πως στολίζει ακόμα την κάμαραν όπου μεθά μ' ευωδιαστά στεφάνια· κ' ύστερα φεύγει βιαστικός.

Στον καφενέ του μαζευόντουσαν όλα τα γεροντάκια, όλοι οι καραβοτσακισμένοι Πίνανε τον ναργιλέ τους και τρίβανε τους ρεμματισμούς τους, θυμάμενοι τα παληά τους. Ο Καπετάν-Πεφάνης έφκιανε και κάτι μπλάστρια για τους πόνους, με λιβάνι και τρεμεντίνα, ένα κ' ένα για τους ρεμματισμούς. Κι' από τότε πούβαλε μπροστά την καινούργια τέχνη, οι δουλειές του πήγαιναν καλά.

Άλλος αδράχτι σφοντυλάει και κλώθει τ' αρνοπόκι, Άλλος καυκόπουλο κεντάει, άλλος καρδάραν δένει, Άλλος για τράστον για αραγό μαδάει προβιάν καινούργια Άλλος ξανοίγει τη φωτιά, τραβάει ολίγα θράκια Και ψένει από ημερόδεντρο βαλάνια και μοιράζει.

Ταχυά η φουρτούνα ησύχασε, τα κύματα μερέψαν, Και οι ψαράδες πώρριχναν 'ςτο πέλαγο ταις βάρκαις, 'Στ' ακρογιαλιού τα χώματα και μέσ' στα βράχια βρίσκουν Παραρριγμένα δυο κορμιά, και σφιχταγκαλιασμένα. Σήμερα γιορτή μεγάλη, σήμερα Λαμπρή. Σφάζουν σήμερα και ψένουν φυλαγμέν' αρνιά. Ράβουνε καινούργια ρούχα και στολίζονται· Κι' όθε απαντηθούν φιλιούνται και αγκαλιάζονται.

Κι αποπίσω ένα μισότριβο ζευγάρι χωρικών ο άντρας με κοντοκάπι και πανταλόνια, η γυναίκα με καθαρή, καινούργια Αραχωβίτικη φορεσιά, μ' έναν αέρα μεγάλης ευτυχίας στο πρόσωπό τους και οι δυο. Μπήκαν όλοι μέσα στο μαγαζάκι, τους ακολούθησε κι ο αμαξάς, αφού έσυρε πρώτα τα λαχανιασμένα άλογα του από το δρόμο, στο φαρδύ ίσκιο ενός πλατανιού.

Ξέρουμε το δρόμο να πάμε, στη σκάλα ν' αράξουμε . . . — Έχουμε κ' ημείς μπαντέρα να ισσάρουμε . . . — Και καινούργια μάλιστα . . . προχτές ακόμα την έρραψα . . . — Ψες ακόμα μπογιάτισα το κοντάρι . . . ακόμα μυρίζει λαδομπογιά . . .