Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025
Ο Καπετάν-Μοναχάκης κατέβαινε πάλι στον καφενέ. Ο Γερο- Μελιγκόνης άρχιζε πάλι. — Γέρασες, Καπετάν-Μοναχάκη, και γνώσι δεν έβαλες. — Ας είνε καλά τα μπλάστρια του καπετάν-Πεφάνη. Μπλάστρια εγώ και μπλάστρια η «Αθηνά» καλά βαστειόμαστε για την ώρα. Είμαστε τώρα και οι δυο φρεσκοπαλαμισμένοι.
Στον καφενέ του μαζευόντουσαν όλα τα γεροντάκια, όλοι οι καραβοτσακισμένοι Πίνανε τον ναργιλέ τους και τρίβανε τους ρεμματισμούς τους, θυμάμενοι τα παληά τους. Ο Καπετάν-Πεφάνης έφκιανε και κάτι μπλάστρια για τους πόνους, με λιβάνι και τρεμεντίνα, ένα κ' ένα για τους ρεμματισμούς. Κι' από τότε πούβαλε μπροστά την καινούργια τέχνη, οι δουλειές του πήγαιναν καλά.
Τα γεροντάκια απόξω από τον καφενέ, άλλοι στις πεζούλες, άλλοι με τα σκαμνιά τους κύτταζαν το πέλαγο. Ο Καπετάν-Πεφάνης από μέσα από τον καφενέ, ανεβασμένος σ' ένα σκαμνί άπλωνε τα μπλάστρια να στεγνώσουν απάνω στους σπάγγους που είχε περασμένους από τον ένα τοίχο στον άλλο. Άξαφνα δυο παιδιά πέρασαν τρεχάλα σαν αστραπή ποιο να πρωτοφτάση κάτω στους καφενέδες. — Το βαπόρι, το βαπόρι.
Ο Γιαννιός το ίδιο. Σαν τον έβλεπε και κατέβαινε, άρχιζε τα χωρατά. — Ακόμα εδώ είσαι, Μοναχάκη; Παρακάθησες. Πότε θα σαλπάρης; — Δε μας σηκώνει η στερηά, Γερο-Μελιγκόνη. Όσο βαστάμε θα ταξιδεύωμε. Ο Γιαννιός τον πείραζε πάλι — Γέρασες, Καπετάν-Μοναχάκη, και δεν το κατάλαβες. Με τα μπλάστρια του Καπετάν-Πεφάνη πολεμάς να βασταχτής.
Αλήθεια εδώ και λίγα χρόνια ο Μοναχάκης είχε αρχίσει να κάνη πούλησι του Καπετάν-Πεφάνη. — Δίκηο έχεις, Μελιγκόνη, έλεγε ο Μοναχάκης. Τα γεράματα μας πλάκωσαν κ' εμένα και την «Αθηνά». Και οι δυο με τα μπλάστρια βαστιόμαστε. Μα τι το θέλεις; Δε μας σηκώνει η στερηά. Και καθότανε στα καρφιά. Χρόνια τώρα αυτή η δουλειά. Πού τον είδες πού τον έχασες τον Καπετάν-Μοναχάκη!
Πουλούσε περισσότερα μπλάστρια από καφέδες και λουκούμια. Ο Καπετάν-Μοναχάκης, όταν τύχαινε στο λιμάνι, κατέβαινε ταπομεσήμερο στον καφενέ να φουμάρη τον ναργιλέ και ν' ανταμώση τον ξάδερφο του τον Γιαννιό τον Μελιγκόνη. Μελιγκόνης ήταν το παρατσούκλι του, γιατί παραπατούσε πάντα σαν τον μέρμηγκα, παρμένος από το πρωί ως το βράδυ. Ωστόσο τον αγαπούσε ο Καπετάν- Μοναχάκης και τον έκανε χάζι.
Την τραβούσε να τη βάλη στο στόμα. — Βρε καράβια θεριά τούδωκαν, βρε μπάρκα πρωτοτάξιδα ποδίσανε, κ' εμείς πού πάμε δε μου λες; Βρε πανί δε φαίνεται στο πέλαγο, βαπόρια δεν ξεμυτίζουν να ταξιδέψουν κ' εμείς μωρέ, που βαστιόμαστε με τα μπλάστρια, πού πάμε δε μου λες; Ο Γερο-Φλώκος τσιμουδιά. Δος του και τη μύτη του. — Ο Θεός να με συχωρέση.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν