United States or Cabo Verde ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το γιο του τον είχε στείλει από την αυγή στα Γιάννινα με δυο φορτώματα ρύζια. Κι αυτός ανεβασμένος στο σπίτι για να πιή το ρακί ύστερ' από τ' ολόβολο μεροδούλι του, ακούμπησε στο παραθύρι για λίγο, και κυττάζοντας από κει τα βουνά απάνου ντυμένα με τη βασιλική τους πορφύρα, ξεχάσθηκε αγάλια αγάλια. Ξάφνου γροικάει στην αυλή φωνή. — Μάνα,... πούνε ο Λάμπρος;

Μόλις ανέβηκε το θρόνο ο Βάλεντας και ξέσπασε του Προκοπίου το κίνημα. Είταν ο Προκόπιος άνθρωπος ανεβασμένος από τιποτένια θέση σε μεγάλο στρατιωτικό αξίωμα στη Μεσοποταμία από τον προστάτη του τον Ιουλιανό. Στον καιρό του Ιοβιανού όμως τραβήχτηκε στην Καππαδοκία, και καλλιεργούσε τα χτήματά του.

Η μεγάλη και πολύμορφη σπουδή του δεν έγινε πυκνό μαντρί να κλείση τάστρα και το φως από τα μάτια του· έγινε ψηλή κορφούλα κι απάνω ανεβασμένος εκείνος, βίγλιζε τον κόσμο με μάτι σταυραϊτού· σταυραϊτού που χυμά στον κάμπο κι αδράχνει το εκλεχτότερο κυνήγι. Ούτε η πρόληψη τον σταματούσε ούτε η αλήθεια τον τρόμαζε.

Αγκαλά όταν απέθανε η Θεοδώρα στα 548, τον ξαναβρίσκουμε πάλε τον Καππαδόκη στην Κωσταντινούπολη πρεσβύτερο. Ας ξανάρθουμε ως τόσο στον Ιουστινιανό. Είταν ο Ιουστινανός ανεβασμένος στο θρόνο τριανταπέντε χρονών άντρας, μερικά χρόνια καθώς είδαμε πριν αποθάνη ο θειος του.

Κι' αυτός ανεβασμένος στο σπίτι για να πιή το ρακί ύστερ' από τ' ολόβολο μεροδούλι του, ακούμπησε στο παραθύρι για λίγο, και κυττάζοντας από κει τα βουνά απάνου ντυμένα με τη βασιλική τους πορφύρα, ξεχάστηκε αγάλια αγάλια. Ξάφνου γροικάει στην αυλή φωνή. — Μάνα, . . . πούνε ο Λάμπρος; Ήτον η φωνή του παιδιού του, μισοκομένη φωνή, βγαλμένη απ' τ' αλαφιασμένα στήθια. — Τ' έπαθες μωρέ Φώτο;

Τα γεροντάκια απόξω από τον καφενέ, άλλοι στις πεζούλες, άλλοι με τα σκαμνιά τους κύτταζαν το πέλαγο. Ο Καπετάν-Πεφάνης από μέσα από τον καφενέ, ανεβασμένος σ' ένα σκαμνί άπλωνε τα μπλάστρια να στεγνώσουν απάνω στους σπάγγους που είχε περασμένους από τον ένα τοίχο στον άλλο. Άξαφνα δυο παιδιά πέρασαν τρεχάλα σαν αστραπή ποιο να πρωτοφτάση κάτω στους καφενέδες. — Το βαπόρι, το βαπόρι.

Χαμογέλασε εκείνος τότε, έρριξε μια ματιά πίσω του προς το μαγαζάκι, μας σίμωσε κοντήτερα, κ' είπε: — Ο ψηλός είν' Εγγλέζος. Είταν ανεβασμένος εδώ και δέκα μέρες πάνω στην Αράχωβα. Ανέβηκε παραπροχτές μ' όλο το κρύο κατάκορφα στον Παρνασσό· θάμαξε το κουράγιο του όλη η Αράχωβα. Το νόστιμο είνε μ' αυτό τ' Αραχωβίτικο κοριτσάκι. Τρελλάθηκε ο Εγγλέζος για δαύτο!