United States or Jordan ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΓΟΝΖ. Άγγελοι καλοί, φυλάξτε τον βασιλέα! ΑΛΟΝΖ. Α! Α! ξυπνάτε! — Γιατί ξεσπάθωτοι; γιατί εκείνο το ξαγριεμμένο κύτταγμα; ΓΟΝΖ. Τι εσυνέβηκε; ΣΕΒΑΣΤ. Ενώ εστεκόμεθα εδώ, κ' εφυλάγαμε την ανάπαυσή σας, τώρα, τώρα, ακούσαμε ξάφνου ένα κουφομούγγρισμα, σαν από βουβάλια, ή καλύτερ' από λιοντάρια· δεν σας εξύπνησε; μου βρόντησε στ' αυτί τρομακτικά. ΑΛΟΝΖ. Δεν άκουσα το παραμικρό.

Σα μεγάλο μαύρο όρνεον η γόνδολά μας παρεσύρετο σιγά σιγά προς την &Γέφυραν των στεναγμών&. Ξάφνου πολλές, πολλές λαμπάδες φάνηκαν στα παράθυρα και την μεγάλην σκάλαν του παλατιού, κ' ένα φως ωχρό και τρεμοσβύνον διέλυσε την σκοτεινιά. Ένα παιδάκι είχε ξεγλιστρήσει απ' τα χέρια της μάνας του και απ' το παράθυρο του τελευταίου πατώματος του υψηλού παλατιού γκεμίσθηκε στην σκοτεινή διώρυγα.

Ένα σπερνό που αράδιαζε τέτοιους καϊμούς στ' αστέρι Ο ερωτεμένος ο βοσκός γερμένος στο ραβδί του Κ' έκρυβε στα δυο χέρια τον τα μάτια του που κλαίγαν, Από του λόγγου τα δεντρά προβαίνει ξάφνου η Χρύσω, Του αφεντικού του η μοναχή κι' αμάλαη θυγατέρα.

Να, εκεί που καθόμουν εψέςτην πατουλιά, βγήκ' ένα φίδι ξάφνου και μ' ετρόμαξε. . . έχασα όλο μου το αίμα! απήντησεν αίφνης η Σμάλτω, φοβισμένον έχουσα το πρόσωπον, ως να έβλεπε την ώραν εκείνην το φίδι προ των ποδών της. Ο χωρικός εξερράγη ήδη εις γέλωτας, όχι βεβιασμένους πλέον αλλ' αληθείς γέλωτας άνθρωπου ευθύμου.

Είδαν οι σκύλ' οι αλυκτικοί ξάφνου τον Οδυσσέα• του χύθηκαν γαυγίζοντας• τότε με γνώσι χάμου 30 κάθισε αυτός και του 'πεσε το ρόπαλο απ' το χέρι. τότ' άσχημα θα πάθαινετην θύρα της αυλής του, αλλ' ώρμησε γοργότατα κατόπι ο χοιροτρόφοςτα πρόθυρο, και του 'πεσε το δέρμ' από το χέρι• και με φοβέραις τα σκυλιά και με πυκνά λιθάρια 35 εσκόρπισε, και ωμίλησε κατόπι του κυρίου• «Αχ! απ' ολίγο, γέροντα, σ' αφάνιζαν οι σκύλοι έξαφνα, και όνειδος πολύ θε να 'χα εξ αφορμής σου. και άλλα οι θεοί παθήματα και στεναγμούς μου δώσαν• κύριον ισόθεον είχα εγώ, και ολοκαιρίς τον κλαίω 40 εδώ, και εις άλλους κουναρώ τα ολόπαχα θρεφτάρια, αυτοί να τρώγουν, και τροφής ωστόσο στερημένος εις πολιτείαις δέρνεται ανθρώπων αλλοφώνων κείνος, αν ήναιτην ζωή, του ήλιου το φως αν βλέπη. αλλ' ακολούθα, γέροντα, να πάμε εις την καλύβα, 45 και άμ' ευφρανθής εις το φαγί και εις το κρασί, κατόπι οπόθεν είσαι να μου ειπής και όσά 'χεις παθημένα».

Σε λίγην ώρα όμως, ξάφνου, πετιέται ορθός σα μαχαιρωμένος, αγκαλιάζει τ' αλόγου του το λαιμό και του καταφιλεί το μέτωπο με δάκρυα και με τέτοια θλιβερά λόγια, μισοκομέν' από λυγμούς. — Κακότυχέ μου ντουρί, δε θα λα ιδής άλλη βολά τώρα τη Χάιδω την ώμορφη, δε θα λα σου χαϊδέψη πάλε τη χιούτη σου με τα μαρμαρένια της χέρια, δε θα λα σε ταγίση άλλη βολά το βρώμι στην πλουμισμένη της την ποδιά.

Νυχτόημερα παρακαλώ Αγίους και Παναγία, Τάζω ασημένια τάματα, και δεν μ' ακούν κ' εκείνοι. Αν μου το έφερνες εσύ, σ' εχρύσωνα φλογέρα!.. Ξάφνου η φλογέρα εσώπασε και σβυέται το τραγούδι. Τα φουντωτά κοντόκλαδα μεριάζουνε μπροστά του, Καιτο γοργό αναμέριασμα κάποιο κορμί προβάλλει.

Εγώ, ακούγοντας, αναγύριζα τη φωτιά κι αποστέγνωνα ολοένα όσα σκουτιά του κορμιού μου δεν είχα προφτάσει να στεγνώσω 'ςτο χάνι του Τρίκκα. Ξάφνου γροικάμε να ροβολάν από τον ανήφορο 'ςτους χαλιάδες ποδοβολητά και κουδουνισμοί κοπαδιού. — Κύπρους έχουν, γιδερά είνε. Πετιέται και λέει ο Γκιτρίμης. Κι αληθινά. Σε λίγο πέρασαν από κοντά μας καμμιά πενηνταριά γίδια πηδώντας τον κατήφορο.

ΑΜΛΕΤΟΣ Του ωμιλήσετε σεις; ΟΡΑΤΙΟΣ Εγώ μάλιστα, Κύριε, αλλά δεν αποκρίθη, μόνον, ως μου εφάνη, σήκωσε μια φορά την κεφαλήν και κάπως έδειξε να κινήται ωσάν διά να ομιλήση, όταν ακούσθη ξάφνου της αυγής τ' ορνίθι να λαλήση σφικτά, καιτην κραυγήν του εκείνο τραβίχθη βιαστικά κ' εχάθη απ' έμπροσθέν μας. ΑΜΛΕΤΟΣ Παράδοξο πολύ.

Ξάφνου πελάγωσε ο δρόμος μου και κατάθολο ορμητικό ρέμμα νερού μου πόντιασε τα καλαμοπόδαρα ως τα γόνατα. Σύνωρα η μαυρίλα με κυκλώνει πηχτότερη, η βροχή πέφτει πλιο πυκνή και πλιο δαρτή και 'ςτό πλάη μου ο κεραυνός εμπουμπούνιζε τρανταχτά κι άγρια τον αθέρα κ' εφώτιζεν υπέρλαμπρα τη σκοτεινάδα, ως πώμεινα πολλήν ώρα ολότρομος με κλεισμέν' από την θαμπάδα τα μάτια.