United States or South Africa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήταν εύκολο για τη μοιχαλίδα βασίλισσα ν' απλώση χάμου τα Τυριανά χαλιά για τον κύριό της κ' ύστερα, όταν εκείνος λουζόταν στη μαρμαρένια γούρνα μέσα ξαπλωμένος, να του ρίξη 'πάνω από το κεφάλι του το άλικο δίκτυ και να φωνάξη στον ωρηοπρόσωπο εραστή της να τον λογχίση ανάμεσ' από τα πλέγματα στην καρδιά, που θα έπρεπε να είχε ραγίσει στην Αυλίδα.

Μονάχος τότε εκίνησα Το δεξί δρόμο πήρα, Να ιδώ, να ιδώ πούθελα βγη, Πούθελα καταντήσει. Και προχωρώντας έφθασα Σε μαρμαρένια βρύση, Κι' αντίκρυ της υψόνονταν Μια χρυσωμένη θύρα.

Στον καιρό της λατινοκρατίας το έξοχο αυτό έργο κομματιάστηκε και το μοιράστηκαν ανάμεσα τους οι Δυτικοί. Άλλο περίτεχνο έργο, ο άμπωνας με τη μαρμαρένια του σκάλα, με την πυραμιδένια στέγη, που οχτώ πετραδοστόλιστες κολώνες τη σήκωναν. Σε ποιο μέρος του ναού είτανε στημένος ο άμπωνας δεν είναι καλά καλά γνωστό. Ίσως κατά τη μέση του ναού, προς τανατολικά.

Μέρες και μήνες θα ιδής τον ήλιο ν' ανατέλλη και ολοένα θα κυνηγάς το κάθε του φανέρωμα. Βουνά και κάμπους θα περάσης, βράχους και γκρεμνά. Και σαν ιδής τον ήλιο να βγαίνη στεφανωμένος με τριαντάφυλλα, εκεί θα σταματησης. Απάνω σένα βουναλάκι, που θα ιδής να πρασινίζουν δάφνες και μυρτιές, θα ξανοίξης μια βρύσι μαρμαρένια. Το νερό στάζει απ' τη μαρμαρένια βρύσι σαν δάκρυο.

Τα καλτερίμια των ανηφορικών δρόμων του χωριού, η πέτρινες ρούγες, τα μαρμαρένια πεζούλια, η αφρόπλακες και τ' ασπρολίθια των σπιτιών γιάλιζαν, λαμπύριζαν στο σεληνόφωτο. Άνοιγαν ανάρια κι αραδαριά τα παραθύρια τα καγγελωτά, σα βάρυπνα μάτια μεγάλα, κ' έφεγγαν μέσα τα σπίτια. Ύστερ' άνοιγαν πόρτες και παραπόρτια κ' εχύνονταν στους δρόμους πλήθος άντρες και γυναικόπαιδα κ' έπερναν τον ανήφορο.

Και η πεντάμορφη η Λενιώ ήτανε κόρη της, μια φορά κ' έναν καιρό, της κυραΣτάθαινας. Τώρα το σπίτι το μεγάλο, με τα ψηλά τα παραθύρια και τα μαρμαρένια τα θεμέλια, το πήραν οι μούτσοι του καπετάνΣτάθη. Ο καπετάνΣτάθης ο κουρσάρος πάει σύξυλος στα κύματα της Μπαρμπαριάς. Και η πεντάμορφη η Λενιώ χάθηκε από τον πόνο της αγάπηςμια φορά κ' έναν καιρό.

Σε λίγην ώρα όμως, ξάφνου, πετιέται ορθός σα μαχαιρωμένος, αγκαλιάζει τ' αλόγου του το λαιμό και του καταφιλεί το μέτωπο με δάκρυα και με τέτοια θλιβερά λόγια, μισοκομέν' από λυγμούς. — Κακότυχέ μου ντουρί, δε θα λα ιδής άλλη βολά τώρα τη Χάιδω την ώμορφη, δε θα λα σου χαϊδέψη πάλε τη χιούτη σου με τα μαρμαρένια της χέρια, δε θα λα σε ταγίση άλλη βολά το βρώμι στην πλουμισμένη της ποδιά.

«Τότε, μου γράφει ένας φίλος, ο Π. Βλαστός, νόμιζα ακόμη σωστή την περίφημη θεωρία «της μέσης οδού». . . Έπειτα μελέτησα κ' είδα την Αλήθεια από πιο κοντά και κατάλαβα πως είναι κι αυτήσαν όλες τις μεγάλες θεέςπολύ πιο όμορφη με τη μαρμαρένια της γύμναχωρίς τους πέπλους και τα φακιόλια και τους κορσέδες του συβιβασμού. Τι σκοπούς έχω; Όλους. Πολύ θα πήτε.

Τα καλτερίμια των ανηφορικών δρόμων του χωριού, η πέτρινες ρούγες, τα μαρμαρένια πεζούλια, η αφρόπλακες και τ' ασπρολίθια των σπιτιών γιάλιζαν, λαμπύριζαν στο σεληνόφωτο. Άνοιγαν ανάρια κι αραδαριά τα παραθύρια τα καγγελωτά, σα βάρυπνα μάτια μεγάλα, κ' έφεγγαν μέσα τα σπίτια. Ύστερ' άνοιγαν πόρτες και παραπόρτια κ' εχύνονταν στους δρόμους πλήθος άντρες και γυναικόπαιδα κ' έπερναν τον ανήφορο.

Τα κλειστά του μάτια βλέπουν τώρα τα μυστήρια της άλλης ζωήςΚαι το βασιλόπουλο, που έβλεπε με τα κλειστά του μάτια τα μυστήρια της άλλης ζωής, χαμογελούσε με το ίδιο χαμόγελο, κάτω από τα νεκρολούλουδα. Το σπίτι το μεγάλο, με τα ψηλά τα παραθύρια και τα μαρμαρένια τα θεμέλια, κάτω στο γιαλό, ήτανε δικό της, μια φορά κ' έναν καιρό, της κυραΣτάθαινας.