United States or Dominica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν είδες είντά καμε πάλι οψές; Από μέρες και πειράζει το Μαρούλι τση Ζερβούδαινας κιοψές αργά όντεν εγύριζε απού τη βρύσι η κοπελλιά τσ' ήρριξε μια πέτρα και τσ' ήσπασε το σταμνί.

Αράδ' αράδα εις κάθε μια ρίχνει το μάτι ο Λάμπης Και δεν γνωρίζει πουθενά την ώμορφη την Πούλια, Και καρτεράει ολημερίς, όσο που πήρε η νύχτα, Και τριγυρίζειτα κλαριά, τα μονοπάτια πιάνει, Διαβαίνει απ' ταις νεροσυρμαίς, περνάει κι' από τη βρύσι, Παίρνει μια-μια ταις θημωνιαίς, τ' αλώνια αράδ'-αράδα, Κι' ολούθε βλέπει νηούς και νηαίς·...την Πούλια δεν την βλέπει. Ταχυά ξημέρωσε γιορτή.

την γην εβγήκαμε, νερό επήραμε από βρύσι, 85 και οι σύντροφοι εγευμάτισαν προς τα γοργά καράβια. και το φαγί και το πιοτό άμα ευφρανθήκαμ' όλοι, τότε συντρόφους έστειλα, να υπάγουν και να μάθουν ποιοι σιτοφάγοι άνθρωποιτην γην εκείνην ήσαν, δύο διαλεκτούς, και κήρυκα μ' αυτούς έσμιξα τρίτον. 90 επήγαν κ' επλησίασαν τους Λωτοφάγους άνδραις, και τούτοι των συντρόφων μας κακό δεν μελετούσαν κανένα, αλλά τους έδωσαν λωτό να δοκιμάσουν. και άμα εγευόνταν τον καρπό, 'που ήταν γλυκός 'σαν μέλι, να γύρουν πλειά δεν έστεργαν, ουδ' είδησι να φέρουν. 95 αλλά να μένουν ήθελαν σιμά των Λωτοφάγων, λωτό να τρώγουν, την γλυκειά πατρίδα λησμονώντας. εις τα καράβια εγώ με βια τους γύρισα κ' εκλαίαν, και εις τα ζυγ' αποκάτωθε τους έσυρα δεμένους. ν' αναιβούν τότ' επρόσταξα των άλλων των συντρόφων 100τα γοργά πλοία με σπουδή, μη κάποιος απ' εκείνους φάγη λωτό, και την γλυκειά πατρίδα λησμονήση. εμπήκαν, αραδιάσθηκαν εις τα σανίδια κείνοι, και την λευκή την θάλασσα με τα κουπιά βροντούσαν.

Μέρες και μήνες θα ιδής τον ήλιο ν' ανατέλλη και ολοένα θα κυνηγάς το κάθε του φανέρωμα. Βουνά και κάμπους θα περάσης, βράχους και γκρεμνά. Και σαν ιδής τον ήλιο να βγαίνη στεφανωμένος με τριαντάφυλλα, εκεί θα σταματησης. Απάνω σένα βουναλάκι, που θα ιδής να πρασινίζουν δάφνες και μυρτιές, θα ξανοίξης μια βρύσι μαρμαρένια. Το νερό στάζει απ' τη μαρμαρένια βρύσι σαν δάκρυο.

Αυτά 'πε και όλοι ωρκισθήκαν ως εζητούσ' εκείνη• και αφού τον όρκον ώμοσαν κ' επρόφεράν τον όλον, πάλιν ωμίλησε η γυνή κ' εμπρός εις όλους είπε• «τώρα σιγάτε• και κανείς απ' όλους τους συντρόφους 440 μη μου ομιλήση αν μ' απαντάτον δρόμον ή 'ς την βρύσι, μη κάποιος πάη και το ειπή του γέρουτο παλάτι, και αυτός νοήση κ' εις δεσμά κακά με σφικτοδέση, κ' εσάς να χάση σοφισθή• αλλάτον νου σας κρύψτε τον λόγο, και ανταλλάξετε ταις πραγματειαίς με βία. 445 και, οπόταν το καράβι σας όλο γεμίση πλούτη, μες το παλάτι μήνυμαεμέν' ευθύς να φθάση• τι και χρυσάφι, όσον ευρούν τα χέρια μου, θα φέρω. και θα 'χα και άλλον πρόθυμα να σας προσφέρω ναύλο• ότι το βασιλόπαιδοτα μέγαρ' ανατρέφω• 450• είν' έξυπνο και τρέχει αυτό κατόπι μ' όταν βγαίνω. εις το καράβι αν φέρω αυτόν, αμέτρητην αξία θαύρετ' οπού τον φέρετεανθρώπους αλλοφώνους».

Αχ! και δεν έκαμα να φτάσω ένα κεράσι, να δροσίσω το στόμα μου, που είνε φαρμάκι. Ξέχασα να πιω μια σταξιά νερό πριν φύγω . . . Ας φτάσω στη βρύσι, μια! Τότε μόνον ενθυμήθη ότι δεν είχε πίη νερόν πριν εξέλθη από το κατωγάκι, όπου είχε διέλθει ολίγας αλλά τόσον μακράς εναγωνίους ώρας.

Αποδώ αραδίζουν, πηγαίνουν, έρχονται. Την νύχτα βλέπουν και στοιχειά κάποτε εδώ στο ρέμμα. — Και σαν τι στοιχειά; είπα εγώ. — Λέω την νύχτα, επέφερεν ο Νικολός, ακόμη και την ημέρα. Νεράιδες, νεράιδες είδαν με τα μάτια τους να χορεύουν, εδώ κάτω στο ρέμμα, σιμά στην βρύσι.

Την άφισαν λοιπόν να φύγη, αφού της έδωκαν πολλά φιλιά, την ευχή τους και μίαν πήτταν να την τρώγη εις τον δρόμον. Όλο το χωριό ηθέλησε να την συνοδέψη μιαν ώρα δρόμο έως την Κρύα Βρύσι. Την ακολούθησαν έως εκεί και ένας στραβός πού τον έσερνεν ο σκύλος του και δυο σακάτηδες με τα δεκανίκια.

Μπροστά της βγαίνει ολημερίςτη βρύσιτο κοπάδι Και με χιλιάδες λόγια του και με γλυκά τραγούδια Την ωμορφιά της παίνεσε κ' έδειχνε τον καϊμό του Κι' από τα λόγια τα πολλά κι' από τα γλυκά τραγούδια, Εξεπλανέθη η ανήξερη κ' η άπραγη καρδιά της... Ο Θύμιος στέλνει προξενιά.

Και ήθελα τάχα να πιω, μα δεν έβλεπα την βρύσι. Μόνον άκουα που έτρεχε το νεράκι κελαϊδιστά. Κ' εφώναζα τάχα: Πήγαινέ μετη βρύσι, Θωμαή μου, να νιφθώ, να δροσίσω τα ματάκια μου, να πιώ, να δροσίσω την καρδιά μου! Πήγαινέ μετο νεράκι, Θωμαή μου, έλεγα τάχα τυφλόςτα ξυπνητά μου, τυφλός και εις τον ύπνον μου. Η Θωμαή ακούουσα έκλαιεν. Η θεια-Αννούσα έκαμνε τον σταυρόν της.