United States or Lebanon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τώρα τελευταία ήλθα στη βρύση και ηύρα μίαν νεάνιδα υπηρέτριαν ήτις είχε βάλει το σταμνί της εις το τελευταίον σκαλοπάτι και εκύτταζε τριγύρω μήπως ήρχετο καμμία φιλενάδα της διά να την βοηθήση να το βάλη στο κεφάλι της. Κατέβην, και την εκύτταξα κατάματα. Να σε βοηθήσω, κορίτσι μου! της είπα. — Αυτή κατακοκκίνησε. Κύριέ μου, είπεν, ευχαρίστως! Ετοίμασε το στεφάνι της, και εγώ την εβοήθησα.

— Ο Θεός να σε γλυτώση, κόρη μου, «από ολιγοψυχίας και από καταιγίδος», επέφερεν ο Ιωάσαφ, συνεχίζων τον ψαλμόν. — Απ' την κακία, απ' την κακογλωσσιά, απ' το φθόνο, δεν μπορεί να γλυτώση ένας άνθρωπος. — «Καταπόντισον, Κύριε, και καταδίελε τας γλώσσας αυτών, ότι είδον ανομίαν και αντιλογίαν εν τη πόλει», επέρανεν ο πάτερ-Ιωάσαφ. Είτα αφού εγέμισε το σταμνί του, είπε·

Δεν είδες είντά καμε πάλι οψές; Από μέρες και πειράζει το Μαρούλι τση Ζερβούδαινας κιοψές αργά όντεν εγύριζε απού τη βρύσι η κοπελλιά τσ' ήρριξε μια πέτρα και τσ' ήσπασε το σταμνί.

τα πέτρινα πεζούλια της, πούχαν φυτρώσει χόρτα. 'Εκάθονταν μια λυγερή με το σταμνί 'ςτά χέρια. Αμίλητη κυττάζει Του Κόσμου το ξημέρωμα, δίχως ούτ' ένα γέλοιο Γλυκό 'ςτά κοραλλένια της τα χείλη να χαράζη. Λες κ' έτσι ατέλειωτο όνειρο τήνε κρατεί δεμένη .... Ο Ήλιος βγήκε 'ςτήν κορφή. Του Κόσμου είδε την άκρη, Και πήρε τον κατήφορο 'ςτά δέντρα αγάλια-αγάλια.

Φαίνεται ότι απεπειράτο να της εκδηλώση έρωτα· και την εσπέραν εκείνην θελήσας να μιμηθή τους άλλους νέους, οίτινες παραμονεύοντες περί την εσπέραν την διάβασιν των επιστρεφουσών από την βρύσιν νεανίδων, τας επείραζον ρίπτοντες ελαφρά λιθάρια κατά των σταμνιών, της έσπασε το σταμνί ο αδέξιος. — Μα δεν είπανε πως ελογόστεσε την Πηγή του Θωμά;

Τώρα σου ψάλλω αλληλούια και ωσανά! Σε σένα ξαναγίνηκε το θαύμα της Κανά, σταμνί σε βρήκεν ο Χριστός νερό γιομάτο και σ' έκανε ολοπόρφυρο κρασί μοσχάτο! Δεξιά μία βρύσι στη ρίζα γέρικου πλατάνου. Αριστερά ένας μεγάλος βράχος που φαίνεται να είνε μέρος από το πετρώδες σύστημα του λόφου, όπου είνε χτισμένη η Ακρόπολις.

Το βασιλόπουλο αναστέναξε. — Κακά δένδρα είναι, είπε μέσα του, και γελούνε με τον πόνο μου. Εγώ θα καθήσω να ξεψυχήσω εδώ, κάτω απ’ το σιδερένιο πύργο. — Μήνες θα κάτσης γονατιστός, ξαναείπε το κυπαρίσσι, ως που να γεμίσης το σταμνί σου. Και σαν το γεμίσης θα ξεκινήσης πάλι, με της νύκτας το δρόμο, θα πάρης πάλι βουνά και λόγγους και θα γυρίσης πίσω.

Έπειτα σε χρυσό σταμνί τα παίρνουν και τα βάζουν 795 που μ' άλικα το σκέπασαν σκουτιά απαλοφασμένα· τότες σε λάκκο βαθουλό τα χώνουν, κι' από πάνου χοντρά λιθάρια 'να σωρό σωριάζουν χέρι χέρι.

Κιανείς δεν κατέει. Όλο ανήμπορη κιαρρωσταρά νε. Δε μπορεί καλά καλά να σηκώση το σταμνί να πάη στη βρύση. Και με τη μάνα σου' νε στα μαχαίρια, μα είντα 'χουνε δε μπόρεσα να καταλάβω. Η μάνα σου δε θέλει να τη δη στα μάτια τση και λέει και κακά λόγια για την καϊμένη την κοπελιά. Μ' αυτή δεν ανοίγει το στόμα τση. Ποτέ δεν την ήκουσα να πη κακό για τη μάνα σου.