United States or Faroe Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αντί να κοιμηθώ, εξήλθα της οικίας αθορύβως. Ήμεθα οι μόνοι αυτής κάτοικοι• ο αγαθός οικοδεσπότης έμενεν εντός του πλοίου του. Από της άκρας της πόλεως, όπου ήτο η κατοικία μας, κατέβην προς τον λιμένα, όσω δ' επλησίαζα προς αυτόν, έβλεπα ανθρώπους προς κίνησιν. Ηρώτησα τι τρέχει και έμαθα ότι η Ύδρα ήναψεν αφ' εσπέρας φανούς. ― Και τι σημαίνουν οι φανοί;― Κατέρχεται στόλος Τουρκικός!

Την παρελθούσαν ή μάλλον ειπείν την προπαρελθούσαν τρίτην κατέβην με τον I . . . εις το Φάληρον. Μη με μαλώσης, σε παρακαλώ, ότι καταβαίνω συχνά εις το Φάληρον, μήτε υποθέσης άλλ' αντ' άλλων.

Και αφού επέρασεν αρκετή ώρα, είδα και εβγήκεν ο γέρων και οι σκλάβοι· και αφού εσκέπασαν την θύραν του υπογείου με την σχάραν και αφού έρριξαν απ' επάνω χώμα, ανεχώρησαν εις το πλοίον τους· και μη βλέποντας τον νέον να έβγη μαζί τους εσυμπέρανα ότι τον άφισαν εκεί μέσα· και αφού το πλοιάριον έκαμε πανιά και απεμακρύνθη αρκετά, εγώ περίεργος να ιδώ τι ήτον εκείνο το φαινόμενον, κατέβην από τα δένδρον, επήγα εις εκείνο το μέρος έβγαλα το χώμα, άνοιξα μίαν σιδηράν θύραν και βλέποντας μίαν σκάλαν έως είκοσι σκαλίδια, κατέβην έως κάτω και εκεί βλέπω ένα υπόγειον εύμορφα κατασκευασμένον με θόλον και καμάρες, φωτισμένον με διαφόρους λύχνους και λαμπάδας, στρωμένον με ωραίους τάπητας και μαξιλάρια και τον νέον εκείνον καθήμενον με ένα βιβλίον εις τας χείρας ο οποίος ως με είδεν εφοβήθη.

Μόνον η προς την κεφαλήν μου πλευρά του ενέδιδεν υπό την πίεσιν, αλλ' επανήρχετο μετ' ελαστικότητος εις την προτέραν της θέσιν. Επροσπάθησα να καθησυχάσω τα αισθήματά μου και να κατατάξω τας σκέψεις μου. Τι έτριξε; Πώς και διατί; Δεν κατέβην ποτέ εις τον κρημνόν διά να επεξεργασθώ κάτωθεν τα του εξώστου μου.

Τώρα τελευταία ήλθα στη βρύση και ηύρα μίαν νεάνιδα υπηρέτριαν ήτις είχε βάλει το σταμνί της εις το τελευταίον σκαλοπάτι και εκύτταζε τριγύρω μήπως ήρχετο καμμία φιλενάδα της διά να την βοηθήση να το βάλη στο κεφάλι της. Κατέβην, και την εκύτταξα κατάματα. Να σε βοηθήσω, κορίτσι μου! της είπα. — Αυτή κατακοκκίνησε. Κύριέ μου, είπεν, ευχαρίστως! Ετοίμασε το στεφάνι της, και εγώ την εβοήθησα.

Εγώ έμεινα εις το δένδρον έως την αυγήν και τότε κατέβην ημιθανής από τον φόβον μου και στοχαζόμενος την δυστυχίαν των συντρόφων μου, εις την οποίαν εκινδύνευε και η ιδική μου ζωή, ήλθον εις απελπισίαν διά να ρίψω τον εαυτόν μου εις την θάλασσαν, να ενταφιασθώ καλύτερον εις τα κύματα, παρά εις τα θηριώδη εντόσθια του όφεως.

Κατέβην εκ του αμπελώνος εις τον δρόμον και διηυθύνθην προς το παρεκκλήσιον, με την κεφαλήν προς την γην κεκλιμένην, ωσεί προσπαθών ν' ανεύρω επί του χώματος τα ίχνη εκείνων μετά των οποίων τοσάκις επορεύθην εκεί. Ήμην εισέτι μακράν του περικυκλούντος τον ναΐσκον άλσους, ότε είδον προβαίνουσας εκ των δενδρων μορφάς γυναικείας και παιδία τρέχοντα περί αυτάς.

Εισήλθομεν εντός οικίας ερήμου διά να δραπετεύσωμεν εκ των όπισθεν. Η νυξ ήτο σκοτεινή, διεκρίνετο όμως εκ του παραθύρου το κρημνώδες κάτω έδαφος. Εκρεμάσθη σχοινίον και κατέβην πρώτος εγώ. Έδεσα εις την ζώνην μου το σχοινίον και το εκράτουν εκ των χειρών, ενώ με κατεβίβαζον οι άνωθεν. Κατήλθον κατόπιν οι λοιποί άνδρες ανά είς, και επεριλάβομεν έπειτα τας καταβιβαζομένας γυναίκας και παιδία.

Κατέβην λοιπόν εις το Φάληρον, εγευμάτισα εκεί, και άμα έδυσεν ο ήλιος ετράπην με τον σύντροφόν μου προς την Μουνυχίαν, διά να διασκεδάσω θεωρούσα τα πυροτεχνήματα, τα οποία επρόκειτο να καώσι προ των βασιλικών οικημάτων επί τοις γενεθλίοις του βασιλόπαιδος Γεωργίου, όστις την 12 υπερμεσούντος συνεπλήρου το δέκατον της ηλικίας του έτος.

Εγώ έπειτα κατέβην εις το σπίτι, έλαβα τας τρεις χιλιάδας φλωριά, που είχα κρύψει διά καιρόν ανάγκης, και άνοιξα το εργαστήριόν μου κατά την πρώτην μου συνήθειαν. Τότε έτρεξαν όλοι να με χαιρετήσουν και να με συγχαρούν διά την επιστροφήν από το ταξείδιον.