United States or Macao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τόμαθαν· έτρεξαν οι καλόγεροι, το πήραν στο μοναστήρι τους και το λιβανίζουν μερόνυχτα. Έτσι μίλησε ο Αρλετής και το χωριό ανατρόμαξε σύσπιτο. Θρησκευτικός ανεμοστρόβιλος εσήκωσε για μιας του λαού την αδιαφορία. Μικροί μεγάλοι είπαν πως είνε θάμα. Και συμφώνησαν όλοι πως το θάμα πρέπει να το πάρουν στο χωριό, τιμή και φυλαχτό του τόπου τους. Λίγο τάχα είνε νάχης έναν άγιο πατριώτη!

Κάτι εις την όψιν Του, ασυνήθης τις μεγαλειότης, φθίνουσα τις μαρμαρυγή, τους επλήρωσεν εκπλήξεως, και έτρεξαν προς Αυτόν μετά προσρήσεων. Τις η φιλονικεία σας προς αυτούς; ερωτά απτόητος τους Γραμματείς. Αλλ' οι Γραμματείς δεν ήθελον και οι μαθηταί δεν ετόλμων να δώσωσιν απάντησιν.

Δυσανασχετούντες διά τα συμβαίνοντα, οι μεν έτρεξαν εις βοήθειαν των πλοίων, οι δε διά να φυλάξουν τα λοιπά τείχη· άλλοι τέλος, και ούτοι ήσαν οι περισσότεροι, δεν εσκέπτοντο πλέον ειμή περί εαυτών και περί των μέσων της σωτηρίας.

Υπήγαν λοιπόν και οι δυο εις την γέφυραν. Τα δε πρόβατα, τα οποία ήσαν διψασμένα, άμα είδαν τον ποταμόν έτρεξαν να ποτισθούν. Βλέπεις πώς τρέχουν; είπεν ο μικρός Κλώσος. Θέλουν να χωθούν εις τον ποταμόν πάλιν. — Στάσου να υπάγω πρώτα εγώ, διά να μη σε δείρω, είπεν ο μεγάλος Κλώσος. Και εχώθη μέσα εις τον σάκκον, τον οποίον ο μικρός Κλώσος είχε βάλει εις την ράχιν ενός μεγάλου προβάτου.

Δεν είνε πολύς καιρός που αυτός ήτον κυβερνήτης ετούτης της χώρας· μα διά κάποια σκάνδαλα που έτρεξαν ανάμεσα εις αυτόν και τον Κατή, ο Καλίφης του εσήκωσε την αξίαν με το να έδωσε πίστιν περισσότερον εις του Κατή τα λόγια.

Τότε, μέσα στα σκοτάδια που τον τύλιγαν σαν να άναψε ένα μακρινό φως: η θέληση να παλέψει με το θάνατο. Ξεσκέπασε το πρόσωπό του και μίλησε. «Ντόνα Έστερ, είμαι καλύτερα. Δώστε μου να πιώΈτρεξαν και οι δυο αδελφές και η Νοέμι η ίδια του ανασήκωσε το κεφάλι και του έδωσε να πιεί. «Μπράβο Έφις! Έτσι είναι καλά. Ξέρεις τι θα γίνει σήμερα

Λέγει ο Αϊδήν, είμαι και εγώ με την ιδίαν γνώμην. Και ακολουθούντες τον δρόμον των, έφθασαν την τρίτην ημέραν εις τον τόπον όπου είχαν αφήσει το στράτευμά των. Και ως έμαθον οι άρχοντες αυτών τον ερχομόν των, έτρεξαν όλοι διά να τους χαιρετήσουν, και επρόσταξεν ο βασιλεύς της Ινδίας να γυρίσουν οπίσω εις την πολιτείαν.

Ναι, κρασί γιατί εκάηκ' ο λάρυγγάς μου απ' το τραγούδι! επανέλαβεν ο Άι-Δημήτρης. Και όλοι μετά προθυμίας διακόψαντες το τραγούδι των έτρεξαν εις το βαρέλι, ως κατά τα Ιουλιακά καύματα οι βούβαλοι όταν αισθανθούν πλησίον των νερό. Αλλ' εστάθησαν αίφνης έκπληκτοι.

Όι, μπάρμπα Νικολή, απήντησεν η κόρη με τον αποφασιστικώτερον τόνον, δεν τονε θέλω. Μα σαν τονε θέλει αφέντης μου κι' αδερφός μου, είντα να κάμω η μαυρομοίρα; ... Και τίνος να πω τον πόνο μου να με παρηγορήση, απού δεν έχω μάννα; Με τας τελευταίας δε λέξεις τα δάκρυα της έτρεξαν.

Και σαλτάρησε στον άμμο. Η βάρκα είχε ζυγώσει. Έτρεξαν κ' οι άλλοι από πίσω. — Καλώς ωρίσατε! Τι τρέχει μαθές! — Τον καπετάνιο έχουμε ανήμπορο... ακούστηκε μια φωνή από τη βάρκα. — Βαρειά; ρώτησε πάλι ο Μελιγκόνης. — Δεν είνε τίποτα! αποκρίθηκε μασσημένα μια φωνή από τη βάρκα. Μη σκιάζεσθε. Κρύωσε και πιάστηκαν τα πόδια του μαθές. Ο Μελιγκόνης ησύχασε. — Δόξα νάχη ο Θεός! Περαστικά ας είνε.