Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Ιουλίου 2025
Σε λίγο εμπήκε στην αυλίτζα μικρού, φτωχικού σπητιού. — Η γιαγιά η γιαγιάκα· ακούσθηκε η χαροπή φωνή μικρού αγοριού και στη στιγμή, δύο παιδάκια, εφτά χρονών το αγόρι και πέντε το κοριτζάκι έτρεξαν, αγκάλιασαν την γρηά και την έμπασαν στην κάμαρα μικρού σπιτιού και την έβαλαν κ' εκάθισε. Στη στιγμή ευγήκε η κόρη της. — Αχ! μανούλα! πώς τ' αποφάσισες; Η γρηά δεν απεκρίθηκε· ήθελε ν' ανασάνη.
Οπωσδήποτε οι Αθηναίοι, άμα τους ανηγγέλθη η είδησις αύτη, ευθύς έτρεξαν πανδημεί εις τον Πειραιά, φρονούντες ότι αι εσωτερικαί αυτών διαιρέσεις έπρεπε να υποχωρήσουν απέναντι του εχθρού, πού ήτο πλέον όχι μακράν, αλλά προ του λιμένος ήδη.
Έτρεξαν οι γιατροί, μαζεύτηκαν όλοι γύρω της. Μα η γιαγιά δεν εμίλησε. Μέρες πολλές δεν έβγαλε λόγο. Καθότανε σαν πεθαμένη στο κρεββάτι της και μόνο κινούσε κάποτε — κάποτε το δεξί της χέρι στον αέρα, για να ζητήση κάτι. Εγώ έμπαινα κρυφά στην κάμαρά της, της έπιανα το χέρι της και το φιλούσα. — Γιαγιά! άνοιξε το στόμα σου, γιαγιά, και πες μου τι έγινε το βασιλόπουλο. Πες μου το εμένα κρυφά.
Και πρώτον έφθασε πλησίον του περιτειχίσματος, εντός του οποίου είχε περιλάβει την πόλιν ο Βρασίδας, ο οποίος θέλων να περικλείση το προάστειον εντός έρριψε μέρος του παλαιού τείχους και εσχημάτισεν εκ του όλου μίαν πόλιν. Ο Λακεδαιμόνιος άρχων Πασιτελίδας και η φρουρά πού ευρίσκετο εκεί έτρεξαν προς υπεράσπισιν του περιτειχίσματος και αντέστησαν εις τους Αθηναίους οι οποίοι ήρχισαν την επίθεσιν.
Σταμάτησε όμως στην είσοδο της εκκλησίας, κοίταξε προς τα επάνω και έβαλε μια φωνή. Όλοι έτρεξαν να δουν. Ήταν το καινούργιο φεγγάρι που γλιστρούσε πάνω στον τοίχο της αυλής σαν να ήθελε να κατέβει εκεί μέσα. Μετά το δείπνο ξανάρχισαν τα τραγούδια και οι φωνές γύρω από τις φωτιές. Ακόμη και ο ντον Πρέντου χόρευε κάνοντας ευτυχισμένες όλες τις γυναίκες που έλπιζαν να τις διαλέξει.
Οι δε Αθηναίοι, απατηθέντες υπό των σκοπών και μη δυνάμενοι να πιστεύσουν ότι ο εχθρικός στόλος διήλθεν απαρατήρητος, επολέμουν αφρόντιστα προς τους επί των τειχών. Αλλά, άμα έλαβαν καλλίτερας πληροφορίας, έλυσαν αμέσως την πολιορκίαν της Ερέσου και έτρεξαν γρήγορα προς βοήθειαν του Ελλησπόντου.
Κι' έτρεξαν γύρω ένα σωρό κουνιές και συνυφάδες, και την κρατούσαν που κοντά ναν τη σκοτώσει ο πόνος. Κι' όταν ξανά συνέφερε και πήρε λίγη ανάσα, 475 στενάζει οχ την καρδιά βαθιά και μοιρολόγι αρχίζει «Έχτορα, εγώ η κακότυχη!
Μερικοί από τους συντρόφους μου εκατάλαβαν, ότι εκείνο δεν ήτο νησί, αλλά μία χελώνα θαλασσινή, και όταν αγροίκησε την φωτιάν ετινάχθη και βλέποντας που ήθελε να βυθισθή εις την θάλασσαν, έτρεξαν εις το καΐκι και εφώναξαν όσους είδον εκεί πλησίον.
Και την άλλη μέρα εσηκώθηκαν πιο ερωτευμένοι κι οδηγούσαν τα κοπάδια με σουριγματιές, επειδή βιαζόντανε να φιληθούν· κι άμα ιδώθηκαν έτρεξαν ο ένας στον άλλο με χαμόγελο. Φιληθήκανε λοιπόν και κατόπι αγκαλιάστηκαν· το τρίτο όμως γιατρικό αργούσε, επειδή μήτε ο Δάφνης εκόταε να το ειπή, μήτε η Χλόη ήθελε ν' αρχίση, ως που κατά τύχη έκαμαν κι αυτό.
Οι τρεις νεαροί βοσκοί, κρατούντες τας λαμπάδας των χαμηλά με την αριστεράν, περισκέποντες το φως με την δεξιάν από της προσπνεούσης νυκτερινής αύρας, ενώ η σελήνη, υψηλά αναπλέουσα τον ουρανόν, είχε κρυφθή εις σύννεφα, έτρεξαν πρώτοι εμπρός, ο δε πρώτος αναγγείλας την είδησιν αιπόλος ήρχετο οπίσω.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν