United States or Laos ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ο γέρω Μήτρος ολοένα εκεντούσε, ομιλώντας πότε πότε με τα χτηνά του στη γλώσσα που τα συνείθισεν ν' ακούνε και το αυλάκι σιγά σιγά εμάκραινε και ο ήλιος ανέβαινε κ' εφλογοβολούσε κ' έψηνε το χώμα, ενώ μικροπούλια του κάμπου ποικιλόχρωμα, χαριτωμένα, καθισμένα στους θάμνους και στα χαμόκλαδα ή και στο νωποανασκαμένο χώμα, πίσω από το αλέτρι, εύθυμα, άφοβα, ωρμούσαν πότε πότε, σαν σαΐτες, ψηλά σ' ένα διάστημα, αφίνοντας και καμμιά χαροπή φωνούλα, άρπαζαν σ' τον αέρα κανένα έντομο και κατέβαιναν πάλι στα χαμόκλαδά τους, ή και εκυνηγούσε το ένα τ' άλλο, χωρίς καθόλου να φοβούνται τα βώδια και το γέρω Μήτρο, συντρόφους τους συνειθισμένους.

Σε λίγο εμπήκε στην αυλίτζα μικρού, φτωχικού σπητιού. — Η γιαγιά η γιαγιάκα· ακούσθηκε η χαροπή φωνή μικρού αγοριού και στη στιγμή, δύο παιδάκια, εφτά χρονών το αγόρι και πέντε το κοριτζάκι έτρεξαν, αγκάλιασαν την γρηά και την έμπασαν στην κάμαρα μικρού σπιτιού και την έβαλαν κ' εκάθισε. Στη στιγμή ευγήκε η κόρη της. — Αχ! μανούλα! πώς τ' αποφάσισες; Η γρηά δεν απεκρίθηκε· ήθελε ν' ανασάνη.

...Φτερωτή, ολόχαρη, πατημένη κάτω απ τα κουπιά του Καπτάν-Μιχάλη η μικρούτσικη η βαρκούλα μας, έσκιζε πεταχτή τα γαλανά νερά. Εγλυστρούσε ολόδρομη πάνω στα κοιμισμένα πέλαγα, εδιάνοιγε το δρόμο χαροπή. Μια εχύμαε την πλώρη στο νερό, και μια αναπηδούσε πάνω ελαφρή.