United States or Philippines ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πώς μπορούμε μεις ν' αλλάξουμε τα θελήματά Του. — Σωστά ... — Να ξέρης, μωρέ γυναίκα, που ο Θεός βλέπει μακρύτερ' από μας· είπε ο γέρος αφίνοντας κάτω το πελέκι του. Άφηκε τόπο εύκαιρο για την Ελπίδα. Αν είχαμε κ' εμείς παιδιά, τι θα γινότανε το βρέφος. Αί ; όχι, σου λέει, πολλά. Ένα και καλό.

Τι λόγια είν’ αυτά, που λες, πεντάμορφη μου Μάρω; Ποια είταν η μαύρη η μάγισσα, πώκανε την καρδιά σου Για την αγάπη αδιάφορη και κρύα, σαν την πέτρα; Μάρω, δεν ξέρεις τι κακό και τι αμαρτία κάνεις Στα νειάτα σου τ’ αγγελικά, στ’ ασύγκριτα σου κάλλη, Αφίνοντάς τα ανύπαντρα, αφίνοντάς τα στείρα!

Πάραυτα εκείνος την ροή παύει, κρατεί το κύμα, κ' εμπρός του στρώνει σιγαλιά, και 'ς τ' άνοιγμα τον σώζει του ποταμού• τα γόνατα και τ' ανδρειωμένα χέρια λυγίζει αυτός, 'που η θάλασσα τον είχε καταβάλει. το σώμα του όλο επρήσκονταντο στόμα, εις τα ρουθούνια 455 ανάβρυζ' άρμη, και άπνευτος και αμίλητος εκείνος κείτονταν, και ολιγοψυχιά τον πήρε, από τον κόπο. και ως πήρε ανάσα, και η ψυχήτα στήθη του εσυνάχθη, αμέσως τότε της θεάς ξεζώσθη το μαγνάδι, και όπου αλμυρίζει ο ποταμός τ' απέλυσε•το ρεύμα 460 τ' άρπαξ' ευθύς η θάλασσα, κ' η Ινώ γοργά το εδέχθητα χέρια της• και αφίνοντας εκείνος το ποτάμιτον σχοίνο πέφτει και φιλεί την γη την σιτοδώρα. κ' έλεγε με παράπονοτην ανδρική ψυχή του•

Κι' αφίνοντάς τους έτσι αφτούς σακατεμένους χάμου, πήγαν και θρήνος έκαναν μες στο σωρό, σα χοίροι που λαγωνίκες άσκιαχτοι ορμούν και δοντοσκίζουν· 325 έτσι έστρεψαν και σκότωναν. Και με χαρά οι Αργίτες γλυτώσανε απ' τον Έχτορα και πήρανε μια ανάσα.

Και πάλιν άλλος υβριστής έλεγε• «Ποιος ηξεύρει εάν και αυτόςτο βαθουλό καράβι θα πλανάται μακράν των φίλων και χαθή, ωσάν τον Οδυσσέα; εις κόπους θα μας έβαζε τότε, να μοιρασθούμε τα κτήματ' όλα, αφίνοντας τα σπίτια της μητρός του, 335 να τα 'χη εκείνη και ο γαμβρός 'που ήθε την πάρη νύμφη».

Ευθύς σε υπακούω, ω αυθέντη, απεκρίθη ο εξωτικός, με όλον που μου κακοφαίνεται που με υστερείς από την αγαπημένην μου Μάλκαν. Και έτσι λέγοντας μας επήρεν υποκάτω εις τες αγκάλες του και τους δύο, και εις την ίδιαν ώραν ευρεθήκαμεν εις το βασίλειον του Σερενδίβ, και αφίνοντάς μας εκεί έφυγεν εν τω άμα φοβούμενος να μη τον παιδεύσω διά την αρπαγήν που έκαμε της Μάλκας.

Η φυσικώτερη διοίκηση για τους Έλληνες είναι η τοπική αυτοδιοίκηση, που θα ελαφρώσει το κράτος από πολλά βάρη και πολλές σκοτούρες, αφίνοντάς το πιο ήσυχο για να κοιτάξει το στρατό του και την εξωτερική του πολιτική.

Έφευγε κι' ακόμα έφευγε σαν ίσκιωμα, χωρίς ν' απολογηθή στο ευγενικό προσκάλεσμα, αφίνοντας οχ πίσω του μοναχά το γλυκό λάλημα του κυπριού του μουλαριού του « τριγκ... τριγκ... τριγκκκ... »

Καλέ αφήστε τη να ελπίζη και να προσμένη, γιατί όχι; Μήπως τάχα δεν την άκουσε τότες ο Θεός τη φωνή της; Γιατί τάχα να μην είνε η Καλλίτσα, αφού μάλιστα είνε και Κρητικιά η γυναίκα του φίλου μου; — Νά το! Δε σου τόλεγα τόσα χρόνια; ξεφωνίζει αφίνοντας τον καφέ της χάμου η Κερά Φωτεινή. Η Καλλίτσα, η Καλλίτσα μου έρχεται! αναπετιέται και ξαναφωνάζει σαν τρελλαμένη.

Αν εσύ ήξευρες ποία είμαι, και πόσην ευτυχίαν θέλει σου προξενήσει ετούτο το συμβάν, ήθελες λογισθή ο πλέον ευτυχισμένος των ανθρώπων. Τέλος πάντων η Κυρά, με την δύναμιν των λόγων της, μου απεδίωξε τον φόβον που με είχε περικυκλωμένον, και αφίνοντάς με εις τες ελπίδες που αυτή μου έδινε, δεν εστοχάσθηκα πλέον τον κίνδυνον που ήμουν, αλλά ηθέλησα να κερδίσω τον καιρόν που μου επαρουσιάζετο.