United States or Åland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα άμα είδε όλο το μέρος ρημαγμένο σαν να τα είχε κάμει αυτά εχτρός κουρσάρος, εξέσκιζε αμέσως τα ρούχα του και με φωνή δυνατή έκραζε τους θεούς· ως που κ' η Μυρτάλη, αφίνοντας ό,τι κρατούσε στα χέρια της, έτρεχεν έξω, κι ο Δάφνης βάνοντας μπροστά τα γίδια, εγύρισε πίσω· κι όταν τα είδαν εφώναζαν και φωνάζοντας έκλαιαν.

Να κολλήσουμε απάνω της σαν τον αγριόγατο στ' άλογο που πηλαλεί. Να τρέξουμε μαζί της, να πηλαλήσουμε για να φτάσουμε στον προορισμό μας· κατάλαβες; — Κατάλαβα πως δε σκαμπάζεις ντιπ! — Σκαμπάζεις! ώ! ... έκαμεν ο Περαχώρας, αφίνοντας το μολυβοκόντυλό του και κυττάζοντας τον Αριστόδημο παράξενα. — Τι λέξη βάρβαρη είνε αυτή ; τον ρώτησε ο Γκενεβέζος.

Αφίνοντας την Υπατία, του κόσμου όλου αστέρι, ας έρθουμε σ' έναν όχι και πολύ γνωστό, μα αξιοσημείωτο κατά τη γνώμη των όσοι τονέ μελέτησαν· το Νόννο τον Πανοπολίτη. Εθνικός όντας στη νιότη του έγραψε τα Διονυσιακά . Αργότερα, σανέ βαφτίστηκε, έγραψε σε είδος εποποιία το βαγγέλιο «κατά Ιωάννην». Ανάγκη δεν είναι να πούμε πως τα Διονυσιακά είναι το καθαυτό έργο του.

Πολλοί γνώριμοί του ηθέλησαν να μιλήσουν μαζί, τον έκραξαν να τον κεράσουν στο κρασοπουλιό, επάσχισαν να τον μπάσουν στην εκκλησιά. Μα εκείνος φεύγει μακριά, σβύνει από κοντά τους σύγνεφο βαρύ, σκούσμα και θλίψι αφίνοντας γύρω του.

Με τούτα θέλουν να ειπούν οι ναυτικοί πως οι Καστελορριζίτες, αφίνοντας το νησί τους για να ζητήσουν στα ξένα τύχη φορούν άσπρη φουφουλόβρακα και την βάφουν μόλις καλητερέψουν τα οικονομικά τους.

Δεν έμεινε ως τόσο η εθνική μας γλώσσα και δίχως σημάδια ολοφάνερα της λατινικής ανεκατωσιάς, και μήτε μπορούσε να μη γίνη τέτοιο πράμα. Της καθημερνής αυτής γλώσσας, αφίνοντας πια τα λατινικά κατά μέρος, μας έδωσε κάποιο δείγμα ο διάλογος εκείνος μεταξύ Πράσινους κι Αυτοκράτορα στη Στάση του Νίκα.

Το πολύ θα περάσουμε άλλη μιαν άτιμη μέρα. — Ως τη νύχτα θα το ξέρουμε. Ή ζωή ή θάνατος. Και παίρνει δρόμο ο Μιχάλης, αφίνοντας πίσωθε το Δημήτρη. Είτανε να τονε λυπάσαι το χρυσόκαρδο το Μιχάλη.

Πώς λοιπόν τουτ’ αφίνοντας να ποθώ άλλα; Ποτέ νους καλοστόχαστος κακός δεν είναι° αλλ’ ούτε βασιλέας ποτέ θέλω να γείνω, ούτε θα καλοτύχιζα, κι αν προσπαθούσα μ’ άλλους μαζί να πάρω σου τη βασιλεία. Εις το μαντείον πήγαινε καλά να μάθης, αν τον χρησμόν σού άλλαξα και δεν τον είπα όπως τον πήρα.

Και χάμου αφίνοντάς τους αφού τα χάλκινα άρματα τους έβγαλε απ' τους ώμους 100 ορμάει εφτύς τον Άντιφο να σφάξει και το Βίσο, γιους του Πριάμου, νόθονε και γνήσιο, διο νομάτους μες σ' ένα αμάξι. Των φαριών βάσταε τα γκέμια ο νόθος, κι' έστεκε δίπλα ο Άντιφος.

Ως τόσον το κακόν ήτον χωρίς ιατρείαν, και έπρεπεν εγώ να κάμω άλλην απόφασιν· και ετούτη ήτον να υπάγω αλλού εις συναπάντησιν νέας τύχης. Με τούτον τον τρόπον ο προφήτης Μωάμεθ, αφίνοντάς τον Βαχμάν και την Σχυρίναν εις μεγάλην θλίψιν, εξεμάκρυνεν από την χώραν της Γάζνας.