United States or Italy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έτσι είπε, και πατώντας τον τραβάει το χάλκινο όπλο οχ την πληγή, κι' ανάσκελα τον σπρώχνει απ' το κοντάρι. Κι' εφτύς το πήρε κι' έτρεξε κατά τον Αφτομέδο, αμαξολάτη ισόθεο του φτερωτού Αχιλέα, 865 τι του διψούσε τη ζωή. Μα αφτόν μακριά απ' τη μάχη τον έβγαζαν τ' αθάνατα γοργόποδα άλογά του, δώρα λαμπρά πούχαν θεοί δοσμένα στον Πηλέα.

Ο σίφουνας όμως επλάκωνε φτεροπόδαρος, στηθάτος ρουφώντας, διψασμένος Τάνταλος το νερό και τινάζοντάς το στον ουρανό μαύρη καταχνιά και αντάρα. Τόρα έλεγες θα μας γδύση το κατάστρωμα ή θα σηκώση το καράβι σύσκαρμο ψηλά. Έφτασεν έτσι οργυιές δυο μακριά μας.

Με τις λέξες της κουβέντας, το ύφος ζωντανέβει και πάει. Αφτό μάλιστα περνά εδώ για τέχνη. Στο Παρίσι, μια φορά κ' έναν καιρό, έλεγαν τα ίδια, δηλαδή πως κάτι φράσες είναι άτοπες ολότελα, όχι μόνο σε βιβλία επιστημονικά, μα και στο θέατρο ακόμη. Ως κ' η λέξη μαντίλι καταδικασμένη, ξωρισμένη. Την είπαν όμως, κ' οι Γάλλοι που την είπανε, δε ζούσανε, όσο ξέρω, μακριά από το Παρίσι.

Δεν θενά πάθη τίποτε, μόνο απ’ τας Θήβας μακριά θα φύγη απείραχτος ο δολοφόνος. Αν λάχη πάλι και κανείς σε σας γνωρίζη, πως είν’ αυτός που εσκότωσε τον βασιλέα απ’ άλλη χώρα μακρινήν, ας μη το κρύψη και πλούσια του υπόσχομαι θα τον αμείψω, χάρι γι’ αυτό παντοτεινή θα του χρωστάω.

Εκείνος κάθισε στον παλιό πάγκο, απέναντι από το Βουνό που έριχνε την βιολετί του σκιά μέσα στην κουζίνα, έβαλε τα μακριά του πόδια το ένα επάνω στο άλλο, σταύρωσε τα μακριά του μπράτσα στο στήθος ψαύοντάς τα με τα λευκά του χέρια.

ΣΗΜ. Από τα τέσσερα τα κεφάλαια που ακλουθούνε θα πάρουμε μονάχα μερικά αποσπάσματα. Τα μέρη που αφίνουμε, όσο κι αν είναι ορεχτικά, δε φαίνουνται πολύ χρειαζούμενα. Κ' εκεί που καθούμαστε όλοι μας χολοσκασμένοι, — Αι, φωνάζει ο Αγγελάκος. Τρέχα, γέρο Βασίλη, και πιάστηκε! Όλοι γυρίζουμε αμέσως κατά την αποτονιά, μερικά βήματα μακριά μας. Το σημάδι στα χαλίκια είταν πεσμένο, το σκοινί τεντωμένο.

Κι' ως τότε ο Ήλιος π' άγγιζε τα μεσουράνια απάνου, έβρισκαν κι' απ' τους διο οι ρηξές κι' ισόπεφτε τ' ασκέρι· μα όταν το πίσω πήρε πια στρατί για να ξεζέψει, τότες πια τέλος άγραφα νικήσανε οι Αργίτες 780 κι' έσυραν όξω το νεκρό απ' τις ρηξές, και πήγαν πέρα μακριά και τ' άρματα του βγάλανε οχ τους ώμους. Όρμησε πάλι ο Πάτροκλος να πετσοκόψει Τρώες.

Τα περασμένα ποθιτά συχνά στο νου μου φέρω, Και στερεμένος, απορώ, κι' εγώ πώς υποφέρω. Θαρρώ κι' η μόνη παντοχή να τ' απολάψω πάλι, Ως τώρα μου διαφύλαξαν τη γνώσι στο κεφάλι. Τι ανίσως και δεν ήλπιζα τα πρώτα ν' αποχτήσω, Το νου μου ως τώρα, αδύνατο, εγώ να τον ορίσω. Αηδώνια, βρύσες, κρύα νερά, της γης η πρασινάδα, Μακριά από σένα, Φύλλι μου, δεν έχουν νοστιμάδα.

Κοίταξέ τον με τι παμπόνηρη περηφάνεια κρύβει τη γύμνια του! Λες, άλλη μια σκέψη, και λύθηκε το μεγάλο το πρόβλημα. Ας του μιλήσουμε από μακριά. — Μερ χαμπάρ, Εφέντημ! Το κέφι στον τόπο του; Βρέθηκαν τίποτις δανεικά σήμερα; Άραγες από το πρωί αναπαύεσαι αυτού διπλοπόδι; Αν από το πρωί, καλά την έχεις. Το κέφι πρέπει να είναι λαμπρά σκαρωμένο. Νάρθουμε να καθίσουμε κοντά σου, δεν ταιριάζει.

Το πρώτο του κορίτσι, η ξανθομαλλούσα η Βασιλική, δυο χρόνια τόρα αρραβωνιασμένη θάνοιγε το σπίτι της κι αυτή, θάβγαινε το κορίτσι από τη συλλογή του, θάβγαινε κι αυτός απ' αυτή την παντρειά. Πέρυσι η σταφίδα τίποτε, λιγοστή, πρόπερσι τα ίδια. Τόρα έδοσε ο θεός κι όλα καλά πήγαιναν. Και τα τραγούδια έρχουνταν γλυκύτερα, από μακριά, κ' η εξοχή χαμογελούσε όμορφη κι ευτυχισμένη.