United States or Australia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο ήλιος χρυσώνει τον Υμηττό. Καλά που δε μείναμε κι αργότερα. Θα γέμιζε το Παλάτι oυρές, και ξεκολλημό δε θα είχαμε. Μακριά από ουρές, φίλε μου. Στα κεφάλια να τρέχουμε. Από το κεφάλι καταλαβαίνεις και την ουρά. Και κει που το λέμε, ορίστ' ένα κεφάλι· μεγάλο ή μικρό δεν πειράζει. Πηγαίνει να διδάξη τη νεκραναστημένη τη γραμματική του. Του αξίζει μια καλημέρα. Πάμε κατόπι του.

Και προτού να φθάσσουν εις εκείνον τον ναόν, εβγήκαν οι ιερείς εις την πόρταν του ναού διά να τους προϋπαντήσουν, οι οποίοι εφορούσαν μακριά φορέματα ψάθινα, που εσέρνοντο κατά γης, και επάνω εις το κεφάλι τους αντί διά μαλλιά είχαν άχυρα βαλμένα από διάφορα χρώματα, ψάλλοντες ύμνους εις τιμήν των δύο νέων θεών· και εις κάθε ύμνον που έκαναν διά τους εξωτικούς, έκυπταν τας κεφαλάς των και επροσκυνούσαν.

Έτσι λέγοντας εμίσευσαν, και επήγαν εκεί σιμά, που ήτον η Ρεσπίνα και ευθύς που την είδεν ο καραβοκύρης από μακριά, του ήρεσε, και ούτως εμέτρησε τα εκατόν φλωριά εις τον νέον, ο οποίος παίρνοντάς τα εμίσευσε προς την χώραν.

Τη φτώχια, που πολεμούσε μαζί της αδιάκοπα, κατώρθωσε να την κρατή πάντα μακριά. Ένας εχτρός υπήρχε μόνο, που μαζί του δεν μπορούσε να μετρηθή, κι αυτός ο εχτρός είταν ο θάνατος. Κ' ίσως να μην είτανε η μικρότερη ευτυχία του ανθρώπου αυτού το πως δε φοβήθηκε ποτέ σοβαρά, πως ο θάνατος μπορούσε να βρη είτε αυτόν τον ίδιο είτε τους αγαπημένους του.

Κουτσαίνοντας κι' εκείνοι οι διο, οι δουλεφτάδες τ' Άρη, πήγαιναν, του Τυδέα ο γιος κι' ο θεϊκός Δυσσέας, έτσι ακουμπώντας σε μακριά κοντάρια, γιατί ακόμα είχαν βαριές λαβωματιές· και παν στην πρώτη αράδα 50 και κάθουνται της συντυχιάς.

Αλήθεια είχαν κάνει άλλον ουρανό δικό τους οι μυγδαλιές με τάνθη της παρθενιάς που στέλνει η Περσεφόνη απ’ του Πλούτωνος την κλίνη, κάθε άνοιξη, στις Κ ό ρ ε ς του απάνω κόσμου. Αχ, μυγδαλιές ! γιατί να φανερωθήτε μπρος σταέχε μάτια του κοριτσιού ενώ έτρεχε να ξεφύγη μακριά από ταγόρι!

ΕΞΑΓΓΕΛΟΣ Τις θύρες βοά ν’ ανοίξουνε να μάθουν όλοι της γης των Θηβαίων οι κάτοικοι τον πατροκτόνον και της μητέρας τον ντροπή να ξεστομίσω άσχημο λόγο που είπε αυτός και ντροπιασμένον , τον εαυτό του θέλοντας να εξορίση από τας Θήβας μακριά. Δεν υποφέρει να μείνη μεσ’ στο σπίτι του και να υπομένη κατάρες που έδωκε στον εαυτό του.

Θελά μισέψω, και θα πάω πολύ μακριά στα ξένα, Μακριά οχ τ' εσένα που αγαπώ· αλοίμονο σ' εμένα! Ήμουν κοντά σου κι έζηγα, και τώρα να σ' αφήσω, Να ξεμακρύνω, πώς μπορώ, χωρίς να ξεψυχήσω. Στοχάζομαι το χωρισμό, και ξαπορώ, και φρίζω, Κι' άντα τον εινορεύομαι ξυπνώ, και λαχταρίζω. Το χωρισμό σου, αγάπη μου, σήντα τον συλλογιούμαι, Σα φύλλο από τον άνεμο ταράζομαι και σιούμαι.

Δυο άντρες ανέβαιναν από τη δημοσιά και ενώ ο ένας καθόταν επάνω σε μια μικρή καμήλα, ο άλλος ήταν σκυμμένος επάνω σε μια μεγάλη ακρίδα που τα φτερά της έμοιαζε να ανεβοκατεβάζουν τα μακριά πόδια του καβαλάρη. Η λάμψη της φωτιάς φώτιζε τις μυστηριώδεις μορφές τους όσο πλησίαζαν ανεβαίνοντας.

Δυνατώτ' ήταν· και θηριά βουνίσια πολεμούσαν Δυνατώτατ'· και τρομερά τ' αφάνισαν διόλου· Μ' αυτούς περνούσα το λοιπόν, σαν ήρθ' από την Πύλον, Μακριά 'πό τόπον μακρινόν και μ' έκραξαν εκείνοι. Και πολεμούσα δα κ' εγώ κατά την δύναμίν μου· Όμως μ' αυτούς αδύνατον ήταν να πολεμήση Κανένας απ' τους τωρινούς της γης αυτής ανθρώπους. Και μ' άκουαν ταις συμβουλαίς, και πείθουνταντον λόγον.