United States or Djibouti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Δημητράκης τον κύτταξε με απελπισία. — Λόγια σοφά και καλοβαλμένα, το ξέρω· είπε κουνώντας το κεφάλι· μα δε μας ωφελούν τίποτα. — Με τούτα έγιναν μεγάλοι εκείνοι. — Εγώ πιστεύω το αντίθετο· ήταν μεγάλοι και γι' αυτό είπαν τέτοια λόγια. — Όχι δα, όχι δα! τον έκοψε ο Περαχώρας. — Δεν είν' έτσι, κύριε καθηγητά; είπε ο Δημητράκης γυρίζοντας σ' εκείνον· παράδοξο! να μην το βλέπετε και σεις!

Επέρασα την ψαθοβουρλιά στο κεφάλι· άρπαξα από το τραπέζι μου και το φρεσκοτυπωμένο βιβλίο του φίλου μας, πούχε την καλοσύνη να μου το στείλη δωκάτω. Εροβόλησα στο μουράγιο. Είχε παρμένο το σίδερο τόρα ο Καπτάν-Μιχάλης. Εκαλόστρωσε πίσω τη βάρκα, πούταν ολόποντες οι κουπαστές απ τη νυχτερινή δροσιά· εδιπλάρωσε στη σκάλα και μακαρτερούσε. Ανοιχτήκαμε.

Ο φθόνος με το φόβο έσμιγαν και βασάνιζαν την αράθυμη ψυχή του. Και νεκρή ακόμα την έτρεμε την Κυρά Πανώρια. Βέβαια δεν πίστευε πως μπορούσε να ξαναζήση. Το θετικό μυαλό του δεν πίστευε στα φαντάσματα. Η ζωή της όμως είχε ακόμα επιρροή στην κοινή συνείδηση κ' ήταν κακή δικλοποδιά στην πρόοδό του. — Ψε!.. είπε κουνώντας το κεφάλι· μεγάλη μάννα, αλήθεια· μα τι παιδιά έκαμε!...

Σε καθρέπτην ένας Γάτος Αλλον όμιον του θαρρούσε· Με παιγνίδια πάει τρεχάτος, Να τον φτάκη προσπαθούσε. Το γιαλί τον εμποδάει· Θιαμασμένος απομνήσκει· Αποπίσω ευτύς περνάει· Μόν κι' εκεί δεν τον ευρίσκει. Μεταέρχεται, κυττάζει, Και τον βλέπει ομπρός του πάλι· Σταματάει, συλλογιάζει, Και ταράζει το κεφάλι· Και οχ το φόβο μη του φύγη Αντα φέρη αυτός τη γύρα, Εστοχάστη στο κυνήγι.

Ο ήλιος χρυσώνει τον Υμηττό. Καλά που δε μείναμε κι αργότερα. Θα γέμιζε το Παλάτι oυρές, και ξεκολλημό δε θα είχαμε. Μακριά από ουρές, φίλε μου. Στα κεφάλια να τρέχουμε. Από το κεφάλι καταλαβαίνεις και την ουρά. Και κει που το λέμε, ορίστ' ένα κεφάλι· μεγάλο ή μικρό δεν πειράζει. Πηγαίνει να διδάξη τη νεκραναστημένη τη γραμματική του. Του αξίζει μια καλημέρα. Πάμε κατόπι του.

Και τα γίδια εσταμάτησαν σηκώνοντας το κεφάλι· ύστερα έπαιξε το σκοπό του βοσκημάτου και τα γίδια έβοσκαν σκύβοντας το κεφάλι· πάλι έπαιξε γλυκά κι όλα μαζί ξαπλωθήκανε χάμω· κ' έβγαλε στριγγό λάλημα· κ' εκείνα σαν να ερχότανε λύκος ετρέξανε στο δάσος να κρυφτούν· ύστερ' από λίγο έπαιξε το ξαναφωναχτικό και τα γίδια βγαίνοντας από το δάσος μαζεύτηκαν όλα κοντά στα πόδια του.

Εις το σπίτι δεν είχε πλέον θέσιν. Έπρεπε να το πάρη απόφασιν. Την επιούσαν συναντά την χήραν και της διηγείται τα γενόμενα. Αλλ' ενώ επερίμενε παρηγορίαν και ελπίδα, η Καλιώ ήλλαξε γλώσσαν. Και τι να γίνη τώρα που η Μαργή ήτον αμετάπειστη; Έως τότε ήλπιζε και αυτή ότι θα της γύριζε το κεφάλι· αλλ' επί τέλους ενόησεν ότι ήτο αδύνατον, εντελώς αδύνατον. — Δε θέλει, δε θέλει, δε θέλει.

Αυτός είδεν εις τήνε μέσην ένα κρεβάτι υψηλόν, εις το οποίον ήτον το βασιλόπουλον που ανέμενε τον θάνατον και ύστερα από τόσες παράταξες, και φωτοχυσίες, και άλλα, ανέβη ο τζελάλης και του έκοψε το κεφάλι· έπειτα υπήγαν τέσσαρες ιερείς Κινέζοι, και του εσήκωσαν το κορμί με μεγάλην παρρησίαν, να το θάψουν εκεί που είχαν θαμμένα και τα άλλα βασιλόπουλα.

Πρέπει όμως να ιστορηθούνε κι αυτά. Είτανε στην Αντιόχεια ταραγμένος ο λαός με τον κατατρεγμό του Αρειανισμού. Κι απάνω στην ταραχή του τόσο ερεθίστηκε, που τόλμησε και να σηκώση κεφάλι· πράμα πούγινε και ξανάγινε απανωτά, και μάλιστα στην Πρωτεύουσα, και που μας διδάσκει πως είχε δα και κάποια φωνή ο λαός και τότες, και δεν έσκυβε πάντα, μόνο και θρόνους αναποδογύριζε κάποτες.

« Του Δράκου Γρίβα βλέπω 'μπρός » Τ' ωχρόλευκο κεφάλι· » Με καταριέται το ψυχρό » Ακόμα με τα χείλη. » Το Βελή Γκέγκα έστειλα » Μεςτον Άι-Βασίλι · » Κ' έσφαξε τόσους χριστιανούς » Με τη σκληρή του πάλη.» « Τα δένδρα 'πό την Ήπειρο » Ακόμα μ' ενθυμούνται » Τάπειανα, και ξηραίνονταν «'Σ τα χέρια μου τα φύλλα, » Γιατ' ήταν από αίματα » Βαμμένα. Μια μαυρίλα » Ήμουν του κόσμου.