United States or Bolivia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κροτάλισμα δακτύλων ηκούσθη εις την εξέδραν. Ανέβη επ' αυτής εφάνη πάλιν και τραυλίζουσα επρόφερε τας εξής λέξεις με ύφος παιδίου. — «Θέλω να μου δώσης επί πίνακος, την κεφαλήν» . . . είχε λησμονήσει το όνομα, αλλ' ευθύς πάλιν επανέλαβε μειδιώσα «. . . την κεφαλήν του Ιωχανάν»! Ο Τετράρχης παρέλυσεν ως κεραυνόπληκτος· είχε δώσει τον λόγον του και ο λαός ανέμενε.

Ο Ταμίμ, ο οποίος ήτον εκείνος που ωμιλούσε της Ρεσπίνας χωρίς να την γνωρίση ετελείωσε την διήγησίν του, και ανέμενε την απόκρισιν της βασιλίσσης, η οποία έμενε τόσον εκστατική εις το να ιδή εκείνον τον άνδρα της, που δεν ημπόρεσε τότε να αποκριθή παντελώς· αλλά αφού συνήλθεν από την έκστασίν της, του είπεν.

Και ήθελε να τους είπη να κλείσουν τους οφθαλμούς μήπως τυφλωθούν εκ της αίγλης της δόξης του· να κλίνουν γόνυ διά να μη αμαρτήσωσιν. Αλλά ματαίως ανέμενε φωνήν εκπλήξεως. Ο ενωμοτάρχης παρετήρει αυτόν ατάραχος και απαθής, μ' ένα ελαφρόν χαμόγελο εις τα χείλη, ως να συνεκράτει τον γέλωτα, χαριζόμενος εις την γεροντικήν του αδυναμίαν, οικτείρων την παιδαριώδη του πεποίθησιν.

Και ελθών εις την Λακεδαίμονα δεν παρουσιάσθη εις τας αρχάς, αλλ' έμενεν αναβάλλων την εμφάνισίν του υπό διαφόρους προφάσεις· και, ότε τον ηρώτησέ τις των αρχόντων διατί δεν παρουσιάζεται εις το κοινόν, απεκρίθη ότι ανέμενε τους συμπρέσβεις, οίτινες είχον μείνει οπίσω διά τινα υπόθεσιν, περιμένη όμως αυτούς να έλθουν ταχέως, και απορεί πώς δεν έφθασαν ακόμη.

Δεν ήξευρεν εάν έζη ή, και αν έζη, οποία τύχη την ανέμενε και εστενοχωρείτο, διότι δεν ηδύνατο να της παράσχη βοήθειαν και καθώς ο άνθρωπος ο κυλιόμενος έκ τινος κρημνού, προσπαθεί να προσκολληθή εις παν το πρόστυχον, ούτω και ο Βινίκιος προσεκολλάτο εις κάθε σκέψιν και εις κάθε ιδέαν, ήτις όμως μετ' ολίγον του εφαίνετο απραγματοποίητος.

Και ως είπε αυτά, κατέβαινε κ' εδίσταζ' αν μακρόθεν 85 τον άνδρα της τον ποθητόν θα εξέταζ' ή σιμά του θα 'μενε και την κεφαλή, τα χέρια, θα του εφίλει. εισήλθε και, αφού πέρασε το πέτρινο κατώφλι, σιμάτον τοίχον κάθισεν αντίκρυ του Οδυσσέα προς την φωτιά^ και αυτός σιμάτον στύλον καθισμένος 90 χάμ' έβλεπε και ανέμενε πότε θα του ομιλήση, εμπρός της ως τον έβλεπεν, η ασύγκριτη συμβία. κείνη πολληώρα σώπαινε και ο νους της απορούσε· και πότε κατά πρόσωπον τον βλέπαν οι οφθαλμοί της, και πότε δεν τον γνώριζετα ράκη οπού φορούσε. 95 πικρά τότε ο Τηλέμαχος ωνείδισέ την κ' είπε· «Μητέρα, γυνή μ' άσπλαχνη ψυχή, κακομητέρα! ξένη από τον πατέρα μου πώς μένεις, πώς σιμά του δεν κάθεσαι, να του ομιλής και να τον εξετάζης; ποι' άλλη γυνή θα 'μενε με τόσην απονία 100 ανάμερ' απ' τον άνδρα της, 'που, αφού πολλά' χει πάθει, τον χρόνον θα 'φθανε εικοστόντην γην την πατρική του; αλλ' έχεις στερεώτερην του λίθου εσύ καρδίαν».

Ο Σπύρος τότε του Γέρω-Λαχανά, ανοίξας την ομβρέλλαν του, είχεν αυτήν την πρόνοιαν, με όλην την ανικανότητά του ήτο γεμάτος πονηρίαν, ανέμενε να παύση, η βροχή κ' εξηκολούθει να συστρέφη την τεραστίαν ροκάναν.

Τέλος επετάχυναν την κηδείαν, εκ φόβου μήπως αρχίση η αποσύνθεσις και προχωρήση πολύ. Η κυρία ανεπαύθη εις τον οικογενειακόν τάφον και έμεινεν εκεί επί τρία συνεχή έτη. Μετά τούτο εδέησε ν' ανοίξουν πάλιν τον τάφον διά να υποδεχθή ένα φέρετρον, αλλ' αλλοίμονον, ποίον θλιβερόν, τρομακτικόν θέαμα ανέμενε τον σύζυγον, όταν επήγε μόνος ν' ανοίξη τον τάφον!

Περί του υιού του ουδείς εγίνετο λόγος. Ο καπετάν-Τσούρμας ο Παπαργυρός έπαυσε πλέον να βλέπη προς το πέλαγος, από του οποίου ουδέν ανέμενε. Παρήτησε την κόμην του μακράν, κατάλευκον, και τον πώγωνα βαμβακερόν, ως του αγίου Νικολάου. Η μορφή του, η ανθηρά, εσκυθρώπασε και παρήκμασεν.

Και διακόπτων την διήγησίν του λέγει: — Αν είναι, θαρθή απόψε, παπά-Κονόμε. Ο ιερεύς ανετινάχθη επάνω. Ο βοσκός εξηκολούθησεν: — Δεν της έκαμες σήμερα τα σαράντα; Ε, αν είναι, απόψε θαρθή. Εφάνηκε τη βραδειά που απέθανε, στα τρίμερα και στα νηάμερα· καθώς σου είπα, θα φανή και στα σαράντα. Δεν είναι δυνατόν. Ο αγρότης περίεργος υπελόγιζε τας ημέρας και ανέμενε την νέαν οπτασίαν.