Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025


Ο Ιωάννης διατρέχει διά βλέμματος γοργού τον κατάλογόν του, βλέπει τον αριθμόν εκείνον τον μαγικόν, . . . τον βλέπει μεταξύ των πρώτων του σημειωματαρίου του. Το προησθάνετο, το ανέμενε, το είχε βέβαιον, και όμως το αίμα ανέβη διά μιας εις την κεφαλήν του, η δε καρδία του εσταμάτησε προς στιγμήν και ήρχισεν ευθύς σφύζουσα βιαίως και οιονεί σφυρηλατούσα το στήθος του.

Τούτου ένεκα ήρχισεν αταράχως και εσκεμμένως ν' αποκαλύπτη προς αυτούς την μελετωμένην πορείαν Του εις Ιερουσαλήμ, την απόρριψίν Του υπό των αρχόντων του έθνους, την αγωνίαν και την ύβριν ήτις Τον ανέμενε, τον βίαιον θάνατόν Του, την ανάστασίν Του την τριήμερον.

Κατόπιν ήκουσεν ως εν ονείρω την κραυγήν της Λιγείας: «Ου φονεύσειςΚαι ησθάνθη ότι κάτι τι ως κεραυνός είχεν αποσπάσει από τα χέρια του το σώμα της κόρης· το παν περιεστρέφετο εμπρός του και το φως της ημέρας έσβυνεν. Εν τοσούτω ο Χίλων, κρυμμένος όπισθεν της γωνίας του τοίχου, ανέμενε τα συμβησόμενα· η περιέργεια επάλαιεν εντός του με τον φόβον.

Πράγματι, ήτο φανερόν ότι η Λίγεια τον ανέμενε, διότι, αντί φαιού ενδύματος, το οποίον έφερε συνήθως, είχε φορέσει λευκήν εσθήτα εκ λεπτού υφάσματος, εκ του οποίου οι ωμοί της και η κεφαλή της ανεδύοντο ως ηράνθεμα εκ της χιόνος. Ολίγαι ροδόχροες ανεμώναι εστόλιζον την κόμην της. Ο Βινίκιος έθλιψεν εις τα χείλη του την χείρα της λατρευτής του.

Τότε ηθέλησε να γράψη πάλιν προς την σύζυγόν του και να ζητήση συγχώρησιν, αλλ' εστάθη αδύνατον. Ενώ δε ανέμενε τον θάνατον, εξύπνησε μίαν πρωίαν τυφλός. — Οι οφθαλμοί μου είχον εξασθενήσει, είπεν ο Λαλεμήτρος και έχασα το φως μου. — Λαλεμήτρο μου! έκλαυσεν η Θωμαή. — Χειρότερα από θάνατο! εθρήνησε και η γραία, πίνουσα τον καφέ.

Οι Τούρκοι εκάλεσαν και τους άλλους να παραδοθώσιν, αλλ' αν και ούτοι είχαν εξαντλήσει τα πολεμεφόδιά των, δεν παρεδίδοντο εις τους εντοπίους. Αι κραυγαί των παραδοθέντων εις την τραπεζαρίαν τους είχον ειδοποίησει περί της τύχης ήτις τους ανέμενε. — Θα πάρετε πρώτα τις τελευταίες μας σφαίρες και έπειτα τα τουφέκια μας, απήντησεν ο Δημακόπουλος έκ τινος κελλίου.

Εις το βάθος της καρδίας του έπαλλεν ακόμη μικρά ελπίς: ίσως η Λίγεια δεν ευρίσκετο μεταξύ των καταδίκων, ίσως όλοι οι φόβοι του ήσαν μάταιοι . . . Και απερροφήθη ολόκληρος εις την ελπίδα ταύτην, κατέρριψε την αμφιβολίαν και περιέκλεισεν ολόκληρον την ύπαρξίν του εις τας δύο ταύτας λέξεις: «Έχε πίστιν». Και ανέμενε μόνον θαύμα, δι' ου θα εσώζετο η Λίγεια.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν