United States or Costa Rica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η γραία εξήλθε τρέχουσα. Η Φραγκογιαννού έμεινε μόνη, με την λεχώ και το βρέφος. Η νεαρά γυνή είχε λαγοκοιμηθή πάλιν, και δεν είχεν αντιληφθή καλώς την απουσίαν της μητρός της. Μετ' ολίγας στιγμάς εξύπνησε και είπε·Πού πάει η μάνα, θα πω;

Αίφνης ακούει το πρώτον λάλημα του αλέκτορος. Ο πετεινός, όστις με επτά όρνιθας εκοιτάζετο εις μικρόν διάφραγμα όπισθεν της μυλόπετρας και της χοάνης του αλεύρου, ως πασάς εις το χαρέμι του, είχεν αισθανθή την ώραν και εξέβαλε την συνήθη κραυγήν του. Η Αφέντρα, ήτις είχεν αρχίσει ν' αποναρκούται ήδη, χωρίς να κατακλιθή, αποτόμως εξύπνησε.

Ο βασιλεύς επλησίασε προς αυτήν, και αφού την εξύπνησε της επρόσφερε τον εαυτόν του εις βοήθειάν της, και την ηρώτησε ποία ήτον. Η νέα εκείνη με λιγωμένη φωνήν του απεκρίθη· «Εγώ είμαι θυγατέρα, και γυναίκα βασιλέως, όμως δεν είμαι εκείνη, που εγώ λέγω· είμαι βασίλισσα και δεν είμαι εκείνη, που είμαι

Ημείς ακολουθήσαμε να πίνωμεν έως τα μεσάνυκτα· και αφού ετελειώσαμεν τον έφερα εις ένα οντάν διά να αναπαυθή εκείνην την νύκτα, και εγώ επήγα εις άλλον διά να κάμω το όμοιον. Και τον καιρόν που εκοιμώμουν με ένα γλυκύτατον ύπνον, ιδού και έρχεται η κυρά μετά μεγάλης βίας και με εξύπνησε λέγοντας· σήκω, ω νέε, να ιδής τον φίλον σου κυλισμένον εις το άνομον αίμα του.

Ολίγους μήνας μετά τον γάμον, η Λελούδα έκαμεν έν φοβερόν λάθος, λίαν επικίνδυνον. Ήτο μεγάλη εορτή, την Βαΐων, κι' ο Κουμπής εξύπνησε λίαν πρωί, να υπάγη εις τον Χριστόν, να λειτουργηθή. Όταν εισήλθεν εις τον ναόν, οι προεστοί γύρω, στον χορόν, είδον το λάθος. Εκύτταξαν το γυναικείον υποκάμισον του Κουμπή, καί τινες υπεψιθύρισαν, κ' εδάγκασαν τα χείλη των, διά να μη μειδιάσουν.

Και πάλιν απεσπάσθη απ' αυτών, και πάλιν, μετά βαθυτέρας εντάσεως επανέλαβε την αυτήν προσευχήν ως πρότερον, και κατά το διάλειμμα της συγκινήσεώς Του ήλθεν οπίσω προς τους μαθητάς Του. Αλλ' εκείνοι και πάλιν είχον πέσει εις ύπνον, και όταν τους εξύπνησε, βεβαρυμένοι ως ήσαν, δεν εύρισκον λέξιν να ομιλήσωσι προς Αυτόν.

Συνειθίσασα πλέον εις τα παράδοξα και ακατάληπτα, εδέχθη απαθής και το νέον τούτο αίνιγμα. Τέλος εβάρυναν τα βλέφαρά της, και μετ' ολίγον η Ψυχή εκοιμάτο εις την κλίνην της. Μετά τινας όμως στιγμάς αι λυχνίαι εσβέσθησαν υπό μυστηριώδη πνοήν, θρους ελαφρός, οιονεί πτερυγίσματος, ετάραξε την ηρεμίαν της νυκτός, σκιά τις εφάνη ορθουμένη προ του παραθύρου, και η Ψυχή εξύπνησε.

Ανετινάχθη φρίσσουσα, εξύπνησε, και διετύπωσε προς εαυτήν, ως εις παραμίλημα πυρετού, μίαν αλλόκοτον ερώτησιν. «Τάχα το αίμα το πνιγμένο φωνάζει, όπως και το αίμα που χύθηκε

Η Μανιά εξύπνησε την γειτόνισσάν της πρόωρα, με επικλήσεις και φωνάς πόνου. Εκείνη εξύπνησε, την ελυπήθη, και ήνοιξε το παράθυρόν της. Η γραία της εζήτησε με κομμένην φωνήν «ένα κόμπο ρακί» να βάλη στο στόμα της, διά «να πιασθή η ψυχή της», επειδή της είχε «λυθή ο αφαλός της» από ένα «σφάχτην», δριμύν πόνον που την έπιασεν έξαφνα σ' όλα τα σωθικά της, από το «χουλιαράκι» της και κάτω.

Τότε το παράθυρον έμεινεν ανοικτόν, και εις τας διπλάς διασταυρουμένας ακτίνας τας διά της θύρας και του παραθύρου, είδε καθαρά την γυναίκα την λεχώ εξαπλωμένην επί της κλίνης της. — Τι τρέχει εδώ; εφώναξεν έκπληκτος ο άνθρωπος. Η λεχώνα εξύπνησε, κ' επρόφερε με ασθενή φωνήν. — Μάνα, εσύ 'σαι; . . . Ήρθες;