Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025


Την έσφιγξε εις την αγκαλιά της και με ένα φίλημα την έκαμε πάλιν κοριτσάκι. Το φοβερό ζώον ετρόμαξε τόσον, ώστε επέταξε μακρυά και εχάθη. Η Ανθούλα από την συγκίνησίν της εξύπνησε. Με προθυμίαν την ημέραν εκείνην η Ανθούλα επήγεν εις το σχολείον, η χαρά της ήτο μεγάλη, διότι ξαναεύρισκε εκεί τας συμμαθήτριας της.

Το Μέγα Σάββατον δε, μικρόν μετά τα μεσάνυκτα, η μήτηρ εξύπνησε τον Ευαγγελινόν και την Μόρφω, κ' ενώ εσήμαιναν διά μακρών οι κώδωνες, επήγαν εις την εκκλησίαν, όπου εψάλη το «ω γλυκύ μοι έαρ» και άλλα ακόμη παθητικά άσματα.

Ο Πετρώνιος εξύπνησε περί την μεσημβρίαν και, κατά το σύνηθες, ήτο πολύ κουρασμένος. Την παραμονήν, εις τα ανάκτορα του Νέρωνος, είχε παρακαθήσει εις συμπόσιον . . . Από τινος χρόνου η υγεία του δεν ήτο τόσον καλή και αι αφυπνίσεις του ήσαν περισσότερον επίπονοι.

Τότε ηθέλησε να γράψη πάλιν προς την σύζυγόν του και να ζητήση συγχώρησιν, αλλ' εστάθη αδύνατον. Ενώ δε ανέμενε τον θάνατον, εξύπνησε μίαν πρωίαν τυφλός. — Οι οφθαλμοί μου είχον εξασθενήσει, είπεν ο Λαλεμήτρος και έχασα το φως μου. — Λαλεμήτρο μου! έκλαυσεν η Θωμαή. — Χειρότερα από θάνατο! εθρήνησε και η γραία, πίνουσα τον καφέ.

Μετά την διήγησιν ταύτην απεκοιμήθησαν σχεδόν όλοι και μόνον η Λίγεια ηγρύπνει πλησίον του. Ο Βινίκιος την παρετήρει μέσα στα μάτια ως αφηρημένος. — Είμαι κοντά σου, του είπεν εκείνη. — Είδα την ψυχήν σου εις το όνειρόν μου, απεκρίθη ο Βινίκιος. Την επιούσαν εξύπνησε πολύ αδύνατος ακόμη, αλλά χωρίς πυρετόν.

Ο Θευδάς ήθελε ναποσυρθή, αλλ' όμως έμεινε θεωρών εκ περιεργείας. «Κοιμάται!», είπε στραφείς προς αυτόν ο Μάχτος. «Άφησέ την να κοιμηθή», απήντησεν ο Θευδάς, κατά λάθος, διότι σκοπός του ήτο να είπη: «Εξύπνησέ τηνΗγνόει και αυτός πώς να εξηγήση τούτο, αλλ' όμως δεν επεθύμει ναφήση την Αϊμάν κοιμωμένην και ναπομακρυνθή εκείθεν. « Εξύπνησέ την! », είπεν ο Θευδάς, ζητήσας να επανορθώση το αμάρτημα της γλώσσης του.

Το σώμα δεν ακολουθούσε τους πόθους της ψυχής. Μα όταν είδεν ένα στρατιώτη αγριοπρόσωπον, έτοιμο να λογχίση τα πλευρά του, εκατόρθωσε να σπάση τον γλωσσοδέτη: — Μη!... εφώναξε με όλη της τη δύναμι. Και με το μη! εξύπνησε. Δεν είδε ολόγυρά της τίποτα από το φριχτόν όραμα. Το βρέφος εκοιμόταν ακόμη πλάγι της, μέσα στη φάτνη, απάνω στο άχυρο. Αλλά δεν εβασίλευεν η σιγή ούτε το σκοτάδι όπως πριν.

Αφού έκαμε την προσευχή της και απλώθηκεν εις το μυρωδάτο εκείνο κλινάρι, την εσκέπασαν με φτέρη για να μη κρυώση κ' εκούρνιασαν κ' εκείνα εις τα περίγυρα δέντρα να την φυλάγουν. Το πρωί την εξύπνησε το εγερτήριο του κορυδαλού και ήλθαν να την καλημερίσουν και τ' άλλα πουλιά.

Αφού επί πολύ εθεώρησε χαιρεκάκως την τρέμουσαν Αϊμάν, ήρχισε να τη λέγη: «Εδώ είσαι, Γυφτοπούλεζα; Κ' εγώ σ' έχασα τόσον καιρόν, και δεν σ' έβλεπα; Να χαθή το χνάρι σου, να μη σε βλέπω! Τι έγεινες τόσον καιρόν και δεν εφάνης πουθενά, γυφτοκόνισμα; Καλά είσαι εδώ, καλά σ' έχω. Κοιμάσαι; Κοιμήσου, που να μη ξυπνήσης!» Η Αϊμά εν τούτοις εξύπνησε τεταραγμένη, και όλη ασπαίρουσα.

Ο θόρυβος των εργαλείων, τα οποία ο Νταντής, χωρίς να είναι ορατός, όπισθεν του ξυλοτοίχου, έρριπτεν ανά ένα μέσα στο ζεμπίλι τουσκεπάρνια, πριόνια, τριβέλια, κτλ. — εξύπνησε και την λεχώ, την γυναίκα του. — Τ' είναι, μάνα; — Τι να είναι! . . . Ο Κωνσταντής ρίχνει τα σύνεργά του μέσ' το ζεμπίλι! . . . είπε μετά στεναγμού η γραία. — «Και βιο λογαριάζεις;. . » συνεπλήρωσε την παροιμίαν η Αμέρσα.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν