United States or Turks and Caicos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εστέναξε και έμεινεν υπό τον σιδηρούν κλοιόν του ύπνου. Ότε μετά τινας ώρας ανηγέρθη, ανεπόλησε συγκεχυμένως τον θόρυβον, ον είχεν ακούσει εν τω ύπνω του, και επείσθη ότι δεν ήτο όνειρον. Βεβαίως απήγον την Αϊμάν εις τον τόπον τον προορισθέντα δι' αυτήν. Την πρωίαν έσπευσε να εύρη τον αγαθόν εκείνον στρατιώτην και έμαθε παρ' αυτού ότι τω όντι η Αϊμά είχεν αναχωρήσει μετά των απαγωγέων της.

Τούτο απετέλει την δευτέραν ευτυχίαν του Μάχτου, ευτυχίαν συνεχή και λιτωτέραν έτι και της δρέψεως των ανθέων κατά παραγγελίαν αυτής. Περίεργον δε είνε ότι δεν ετόλμα ουδέ ν' αποδώση τουλάχιστον φανερώς την ευτυχίαν, ην τω επροξένει αύτη. Πριν ή ανακαλύψη το άγνωστον τούτο αίσθημα, εγίνωσκε να εκδηλοί διά μυρίων τρόπων την στοργήν αυτού προς την Αϊμάν.

Υπάγωμεν, εψιθύρισεν ο άνθρωπος εκείνος, τείνων την χείρα του προς την Αϊμάν. — Υπάγωμεν, είπεν η νέα, λαβούσα την χείρα του.

Εν τούτοις ο Μάχτος δεν είχε σκοπόν να σφετερισθή τα χρήματα ταύτα, αλλ' έδωκεν έν φλωρίον εις την μητέρα του, έν εις τον αδελφόν του, και αφήσας τα επίλοιπα εις την κρύπτην, έλαβεν αυτός πέντε, ειπών καθ' εαυτόν: «Ένα δι' εμέ τον Μάχτον και τέσσαρα διά την Αϊμάν. Η Αϊμά έχει μεγαλειτέραν ανάγκην.

Η Αϊμά τον παρεκάλεσεν εκ νέου να προσπαθήση νανοίξη την θύραν του οικίσκου. — Είνε άνθρωποι μέσα, απήντησεν ο Σκούντας. — Αν είνε άνθρωποι, τόσον καλλίτερα, θα μας λυπηθούν, είπεν η Αϊμά. Ο Σκούντας έμεινεν ακίνητος. Όσον διά την Αϊμάν, ησθάνθη και αύθις το τρίτον ήδη, αλλ' εναργέστερον την σκιάν εκείνην της υπονοίας, ότι ο άνθρωπος ούτος δεν ήτο ο Μάχτος.

Ο φιλόσοφος, όσον και αν εβίαζεν εαυτόν, έπασχεν ενδομύχως, και δεν είχε την δύναμιν όπως διηγηθή από τούδε εις την Αϊμάν εκείνο όπερ υπεσχέθη αύτη. Ήλπιζε δε ότι μετά την τελετήν της θυσίας έμελλε ν' αναλάβη το ίδιον εφ' εαυτού κράτος, όπερ θα ενίσχυεν η εγκαρτέρησις, η συνήθως παρομαρτούσα μετά τα γεγονότα, η απελαύνουσα τους ενδοιασμούς ους παράγει πάσα εκκρεμής κατάστασις.

Αλλά καθ' ην στιγμήν ηγέρθη, και προεχώρησαν ομού δύο βήματα, σφοδραί υλακαί ηκούσθησαν, και μεγαλόσωμος κύων πηδήσας διά μέσου των θάμνων ήρπασε την άκραν της εσθήτος της Αϊμάς. Ο Σκούντας ησθάνθη τρόμον, και η Αϊμά εφοβήθη πολύ. Ο Χόμο είλκυσε σφοδρώς το άκρον της αισθήτος, και ανέτρεψε την Αϊμάν επί της χλόης.

Έφυγες χωρίς να μας πης τίποτε, πατέρα, είπεν ο Βούγκος. — Έπρεπε να πάρω θέλημα από σας; είπεν ο Πρωτόγυφτος. — Δεν ειξεύραμεν πού ευρίσκεσαι. — Ήτον ανάγκη να ξεύρετε; Εγώ πήγα εις την δουλειά μου. Και ουδείς πλέον ετόλμησε να είπη λέξιν. Η δευτέρα απουσία του Γύφτου διήρκεσεν άλλαις τρεις ημέραις. Και πάλιν ο Μάχτος, παρά πάσας τας υπονοίας του δεν εθάρρησε να είπη τι εις την Αϊμάν.

Αλλ' ακριβώς την στιγμήν καθ' ην ο εκατόνταρχος μετά των υπ' αυτόν ανδρών απήγαγον την Αϊμάν, ο Πρωτόγυφτος, τρέμων εκ της απειλής ην είχεν ακούσει, εστράφη προς τον Βούγκον και είπε τας ανωτέρω παρατεθείσας λέξεις, ο δε Μάχτος ηδυνήθη να τας ακούση ως εν ονείρω κατ' αρχάς, και επί πολύ εβόμβουν εις τα ώτα του χωρίς να εννοή τίνα έννοιαν είχον.

Τη επιούση όμως αι λέξεις αύται ήλθον εις την μνήμην του εναργέστεραι, και τότε κατώρθωσε να τας εννοήση. Εν τούτοις την εσπέραν εκείνην ηκολούθησε την Αϊμάν απαγομένην, και κατόπιν αυτού ήρχετο ο Σκούντας. Αδύνατον να φαντασθή τις την ταραχήν, την αγωνίαν, την απόγνωσιν του δυστυχούς νέου.