Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025


Επροτίμησε ναγνοή και εκείνη και αυτός τι έμελλε να πράξη. Μίαν μόνην απόφασιν έλαβε. Να κρούση την θύραν του οικίσκου και να ζητήση άσυλον διά την Αϊμάν μέχρι της πρωίας. Τούτο δε και έπραξε. Παρήλθε πολύς χρόνος μέχρις ου ο Τρέκλας, όστις εκοιμάτο εντός του οικίσκου, αφυπνισθή και ανοίξη την θύραν. Τέλος ηγέρθη μορμυρίζων, απέσυρε τον βαρύν λίθον όστις έκλειεν όπισθεν την θύραν, και ήνοιξεν.

Να φυλάγεται απ' εκείνον τον άνθρωπον. — Ποίον άνθρωπον; — Εκείνον τον μουστερήν μας. Ο Μάχτος ανωρθώθη, και ανένηψεν ολίγον. Αυθορμήτως δ' έσπευσε να είπη τας σκέψεις του προς την Γύφτισσαν. — Αυτός ο άνθρωπος, μάννα, δεν έρχεται εδώ διά καλό. — Πώς το ξεύρεις, μικρό μου; — Το ξεύρω, είπεν ο Μάχτος. — Και ποιος σου το είπεν; — Εγώ το λέγω. — Και διατί έρχεται; — Έρχεται διά την Αϊμάν.

Ησύχασε, και ειπέ μου, ποίον ζητείς; τον ηρώτησε. — Την Αϊμάν, την αδελφήν μου, είπε μετά πάθους ο Μάχτος. — Την αδελφήν σου; εκείνη η νέα είνε αδελφή σου; — Ω, ναι. — Και διατί σου την επήραν; Δεν μου λες; — Ειξεύρω κ' εγώ; Αυτό ήθελα να σ' ερωτήσω. — Και πού θα την φέρουν; — Δεν ειξεύρω. — Κλαίεις βλέπω. Είσαι δυστυχής; — Πολύ δυστυχής. — Ειμπορεί κανείς να κλαίη τόσον;...

Προέβη δε ακουσίως σχεδόν προς το μέρος εκείνο, και δεν ηδυνήθη να μη εισέλθη. Την προτεραίαν είχε μάθει παρά του φρουρού πού είχον μεταφέρει την Αϊμάν, και προς τοις άλλοις σχεδίοις άτινα ανεκύκλου εν τω νω, ήτο και το σχέδιον μιας επιστολής, ην ώφειλεν αντί πάσης θυσίας να πέμψη προς την έγκλειστον.

Θέλεις να πης... — Τι; — Ότι την έχετε ψυχοκόρην. — Ψυχοκόρην; — Ναι. — Ποίαν; — Την Αϊμάν. — Θεός φυλάξοι! — Διατί; — Διότι είνε κόρη μας. — Κόρη σας; — Εγκαρδιακή. — Με τα σωστά σου; — Παίρνω όρκον. — Όρκον; — Βέβαια. — Εις τι πράγμα; — Εις ό,τι θέλεις.

Έβλεπε μελαγχολικώς την Αϊμάν, ήτις επότιζε τας ρίζας των βοτάνων της, και δεν τον παρετήρει. Είτα ο νέος ήρχισε να περιπατή βραδέως, μεταξύ της καλύβης και του κήπου. Ίστατο κατά διαλείμματα και πάλιν δεν απεφάσιζεν. Επανελάμβανε δε τον περίπατόν του θλιβερώς. Ο Μάχτος είχε κάμει απόφασιν, στερράν και αμετάτρεπτον, ως ενόμιζε, να ομιλήση την εσπέραν εκείνην προς την Αϊμάν.

Την ιδέαν ταύτην υπέβαλεν εις την Αϊμάν. Η νέα δεν απήντησε πάλιν μετά σαφηνείας. Το νεύμα όπερ έκαμεν, εσήμαινε: «Πράξον όπως θέλεις». Ο Πλήθων δεν εδίστασεν, αλλά προτρέψας την νέαν να μη φοβήται, και υποσχεθείς ότι έμελλε να επανέλθη τάχιστα, ηγέρθη και εξήλθεν. Η Αϊμά εκλείδωσεν έσωθεν και έμεινε μόνη.

Ότε είχε τελειώσει το έργον και φορτωθείσα εκ νέου το κάνεον επανήρχετο εις τα ίδια, οι παίδες του δρόμου, ζητούντες διασκέδασιν, εύρον τοιαύτην εις το να λιθοβολώσι το κάνεον επί της κεφαλής αυτής, αμιλλώμενοι τις να φανή δεξιώτερος σκοπευτής. Ατυχώς λίθος τις εκτύπησε την Αϊμάν εις το μέτωπον.

Ήδη απεφάσισε τέλος ο Μάχτος να ομιλήση. Αλλά την στιγμήν καθ' ην είχε καταστρώσει τα σχέδια και ήτο πλήρης θάρρους, δεν ευρέθη κατά τύχην η Αϊμά παρούσα. Ο Μάχτος δεν την εύρεν ούτε εις τον κήπον ούτε εις την καλύβην και την εζήτει εις μάτην. Εσκέφθη ότι η Αϊμά θα ήτο πιθανώς εις το φρέαρ, και μετέβη εκείσε. Αλλά δεν εύρε την Αϊμάν. Περιήλθε τα μέρη εις όσα συνήθως μετέβαινεν αύτη προς εργασίαν.

Τελευταίον πρέπει να είπωμεν, ότι ο Πλήθων, καίπερ πρεσβύτης ήδη, συνέλαβεν ίσως επί μίαν στιγμήν όψιμόν τι αίσθημα, και εμελέτησε καθ' εαυτόν την μετά της Αϊμάς ένωσιν, αλλ' όμως απώθησεν ευθύς την ιδέαν ταύτην, φοβηθείς το γελοίον, και απεφάσισε να νυμφεύση την Αϊμάν, προικίζων αυτήν και τον Μάχτον, και καθιστών διά μιας χειρός δύο ευτυχείς.

Λέξη Της Ημέρας

προφητεύσω·

Άλλοι Ψάχνουν