United States or Micronesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μ' όλον ότι δε οι εχθροί τους εννόησαν και τους αντεπολέμησαν από τα πλησίον οχυρώματα με πυροβόλα και με έν κανόνιον, οι Έλληνες φιλοτιμούμενοι από τον αρχηγόν και αμιλλώμενοι προς αλλήλους, επέμειναν και κατεσκεύασαν το οχύρωμα τούτο, το οποίον μόλις απείχεν από τα εχθρικά έως εβδομήκοντα βήματα.

Ενετοί, Αμαλφίται, Πισανοί και Γενουήνσιοι περιέτρεχον ως καρχαρίαι την Μεσόγειον, αμιλλώμενοι τις πρό τίνος περισσοτέρους ν' αγοράση ανθρώπους παρά των οπλαρχηγών και ληστών, οίτινες μετά τον θάνατον του Καρόλου ελυμαίνοντο την Γαλατίαν και Ιταλίαν, μετερχόμενοι το επάγγελμα των ελευθέρως και ανενοχλήτως, ως πρό τινων ετών εν Αττική.

Εκεί συνεδρίαζον ευσεβείς δικασταί, αμιλλώμενοι τίς πλείονας ειδωλολάτρας να οπτήση επί εσχάρας, να βράση εντός ζέοντος ελαίου ή κατακόψη μεληδόν . Μυριάδες μαρτυρολογίων διηγούνται τας αθλήσεις των χριστιανών ομολογητών, εκ των πληγών των οποίων έσταζε γάλα, και ους εδρόσιζον αι φλόγες, αλλ' ουδείς έγραψεν ακόμη το αψευδές Συναξάριον των μαρτύρων εκείνων, οίτινες αντί μυθώδους γάλακτος έχυσαν αίμα αληθές και αντί να δροσίση κατέφαγεν αυτούς το πυρ της χριστιανικής ανεπιεικείας, καυστικώτερον ον, φαίνεται, των φλογών της πολυθεϊκής ωμότητος.

Ότε είχε τελειώσει το έργον και φορτωθείσα εκ νέου το κάνεον επανήρχετο εις τα ίδια, οι παίδες του δρόμου, ζητούντες διασκέδασιν, εύρον τοιαύτην εις το να λιθοβολώσι το κάνεον επί της κεφαλής αυτής, αμιλλώμενοι τις να φανή δεξιώτερος σκοπευτής. Ατυχώς λίθος τις εκτύπησε την Αϊμάν εις το μέτωπον.

Οι πλείστοι όμως εξ ημών άφατον εύρισκον τέρψιν εις το να κρούωσι μανιωδώς τους ραγισμένους παλαιούς κώδωνας των δύο ή τριών ναΐσκων, των σωζομένων ακόμη εντός του φρουρίου, αμιλλώμενοι τις να διαρρήξη αυτούς μίαν ώραν αρχήτερα, μεθ' όλας τας διαμαρτυρίας του αγαθού ιερέως και το επισειόμενον μαστίγιον του κλητήρος της δημαρχίας ή του χωροφύλακος.

Η Ιωάννα συγκατέβαινε μειδιώσα εις του εραστού τας αιτήσεις, οι δε ποιμένες και γεωργοί εθαύμαζον το κάλλος και την ευσέβειαν των δύο κουκουλοφόρων νεανίσκων, σπεύδοντες οσάκις απήντων αυτούς να αφαιρέσωσι τους τριγώνους πίλους και αμιλλώμενοι τίς πρώτος να ασπασθή τας χείρας των ή να προσφέρη αυτοίς άρτον, μυζήθραν, ζύθον και οπώρας.

Ταύτα ποιήσαντες, ρίπτουσι χώμα και ανυψούσι τον τάφον, αμιλλώμενοι και προθυμούμενοι να τον υψώσωσιν όσον το δυνατόν περισσότερον. Έπειτα διά δύο ξύλων στηρίζουσι το ήμισυ τροχού του οποίου η περιφέρεια εγγίζει την γην· διά του αυτού δε τρόπου στηρίζουσι και το άλλο ήμισυ. Στηρίζουσι δε πολλά τοιαύτα.

Ούτω δε, κατά φυσικήν και αναπόδραστον συνέπειαν, ελησμονήσαμεν τας αληθείς ημών βιωτικάς και εθνικάς ανάγκας, ανάγκας ζωτικάς, ων η θεραπεία ήτο κύριος και απαραίτητος όρος της κοινωνικής ημών ευημερίας, και αμιλλώμενοι προς τους ξένους εν τη εξάψει του εκπολιτιστικού ημών πυρετού, εδημιουργήσαμεν εις ημάς αυτούς ανάγκας ψευδείς, φανταστικάς, ανυπάρκτους, και κατηναλώσαμεν και καταναλίσκομεν έτι εις πλήρωσιν αυτών το κράτιστον και κάλλιστον κεφάλαιον των εθνικών ημών δυνάμεων.

Αφού δε εκόρεσαν την πείναν εσκέφθησαν οι καλοί πατέρες να σβέσωσι και την δίψαν, καθότι οι τότε μοναχοί, πρώτον έτρωγον μέχρι χορτασμού και έπειτα εζήτουν αλμυρά αρτύματα και οίνον, ίνα δροσίζωσι κατ ξηραίνωσι τον λάρυγγα εναλλάξ, αμιλλώμενοι τις πρό τινος περισσότερον να πίη.