United States or Bhutan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πτωχοί, αμαθείς, άτεχνοι, χθες μόλις απαλλαγέντες του βδελυρωτάτου των ζυγών, και φέροντες έτιπώς άλλως; — της δουλείας τους μώλωπας επί του κοινωνικού ημών σώματος, ελησμονήσαμεν δυστυχώς, κατ' αυτά τα πρώτα βήματα του ελευθέρου ημών βίου, ότι πρώτον ημών καθήκον ήτο να ζήσωμεν, και ότι προς τούτο απαραίτητον ήτο να κρατύνωμεν ημάς αυτούς διά της εργασίας, και ν' αναρρώσωμεν διά της εγκρατείας και της φειδούς.

ΧΑΡ. Λοιπόν, βάλε πέντε δραχμάς και δύο οβολούς. ΕΡΜ. Και μίαν σακκορράφαν διά το πανί• επλήρωσα πέντε οβολούς. ΧΑΡ. Πρόσθεσε και αυτούς. ΕΡΜ. Σου έφερα επίσης κερί διά να φράξης του πλοιαρίου τα ανοίγματα, προσέτι δε καρφιά και σχοινί με το οποίον έκαμες την υπέραν• όλα δύο δραχμάς. ΧΑΡ. Και αυτά εις καλήν τιμήν τα ηγόρασες. ΕΡΜ. Αυτά είνε, εκτός αν ελησμονήσαμεν τίποτε.

Αλλ' όμως ελησμονήσαμεν την ομιλίαν μας την πρώτην, είπε. — Ποίαν ομιλίαν; — Διά την Σιξτίναν. Η Αϊμά εσίγησε. — Δεν μοι είπες τι σοι έλεγεν η Σιξτίνα, επανέλαβεν η ηγουμένη. — Δεν μοι έλεγε τίποτε, εψέλλισεν η Αϊμά. — Πρέπει να είσαι δικαία. Με ηρώτησες, σοι είπα όσα είξευρα. Εάν δεν σ' ευχαρίστησαν εντελώς, δεν πταίω εγώ.

Ούτω και όταν αναμιμνήσκεται πράγματα τα οποία προ πολλού εγνώρισε. Τας οποίας τα πράγματα προξενούσιν εις την ψυχήν Η νέα μάθησίς τινος γίνεται βεβαίως, όταν μαθόντες άλλοτε αυτό ελησμονήσαμεν έπειτα. Ή μάλλον να αναμνησθή. Χωρίς να έχη δεδομένον τι προηγουμένως, ου η κατοχή θα απετέλει την ανάμνησιν.

Ούτω δε, κατά φυσικήν και αναπόδραστον συνέπειαν, ελησμονήσαμεν τας αληθείς ημών βιωτικάς και εθνικάς ανάγκας, ανάγκας ζωτικάς, ων η θεραπεία ήτο κύριος και απαραίτητος όρος της κοινωνικής ημών ευημερίας, και αμιλλώμενοι προς τους ξένους εν τη εξάψει του εκπολιτιστικού ημών πυρετού, εδημιουργήσαμεν εις ημάς αυτούς ανάγκας ψευδείς, φανταστικάς, ανυπάρκτους, και κατηναλώσαμεν και καταναλίσκομεν έτι εις πλήρωσιν αυτών το κράτιστον και κάλλιστον κεφάλαιον των εθνικών ημών δυνάμεων.

Ουφ! και αυταίς η συναναστροφαίς! επιλέγει η κυρία Παρδαλού, στενάζουσα μετά κόπουελησμονήσαμεν να παρατηρήσωμεν εγκαίρως, ότι η κυρία Ευφροσύνη, η Φρόσω, ως αποκαλεί αυτήν ο σύζυγός της, είνε γυνή ικανώς εύσωμος, δι' ην η ελαχίστη σωματική κίνησις, και αυτός ο στεναγμός, είνε κόπος σπουδαίος. — Ουφ και αυταίς η συναναστροφαίς ταις βαρύνομαι, σε βεβαιόνω, σαν ταις αμαρτίαις μου!

Και πρώτον λοιπόν το ρω μου φαίνεται ότι είναι όργανον πάσης &κινήσεως&, περί της οποίας ελησμονήσαμεν να είπωμεν διατί φέρει αυτό το όνομα. Όμως είναι προφανές ότι έπρεπε να είναι &ίεσις&, διότι η αρχαιοτέρα γλώσσα δεν μετεχειρίζετο ήτα αλλά έψιλον.

Βασίλισσά μου, της λέγω μίαν βραδιάν που ευρισκόμουν με αυτήν, ημείς ελησμονήσαμεν να φυλάξωμεν μίαν τάξιν εις την υπανδρείαν μας· εσύ δεν μου έδωσες κανένα πράγμα διά προίκα, και αυτό το πράγμα μου κακοφαίνεται, επειδή και εβγαίνομεν έξω από τα όρια των νόμων.

Εγώ συνομιλώντας με τον καραβοκύρην, και διηγούμενος εις αυτόν το δεύτερόν μου ταξείδιον, όταν έφθασα εις εκείνο το μέρος της διηγήσεως, που εγώ αποκοιμήθηκα εις το νησί και το καράβιον εμίσευσε, και όταν εξύπνησα, ευρέθην μοναχός, και βλέπω και ευθύς ο καραβοκύρης με αγκάλιασε καταφιλώντάς με, και λέγοντάς μου· αδελφέ Σεβάχ είμαι ο καραβοκύρης, που τότε εξ απροσεξίας σε ελησμονήσαμεν εις το νησί.

Και τότε το μαγαζείον του από δικαστήριον ή ποιμνιοστάσιον μετεβάλλετο εις οινοπωλείον πράγματι. Ελησμονήσαμεν να προσθέσωμεν ότι ο Γιωργής της Θασίτσας ειργάζετο ακόμη άλλην μίαν φοράν κατ' έτος, τας νύκτας του δωδεκαημέρου, όταν τα «έκοπταν». Τας νύκτας εκείνας ο Γιωργής της Θασίτσας ήτο πάντοτε . . . κλειστός.