United States or Saint Martin ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μια 'μέρα που δεν είξευρα τι διάβολο να κάνω τα δάκρυά μου σε βαθύ εστράγγισα ποτήρι, και μια και δυο 'στόν Χημικό τα 'πήγα Χρηστομάνο και κάνε μου, παρακαλώ, του είπα, το χατήρι να ταναλύσης και να 'βρης πώς είναι καμωμένα, για να μην κλαίω 'στό εξής κι' εγώ εις τα χαμένα, Κι' ο Χημικός μ' απήντησε «αυτά, ξερό κεφάλι, δεν είναι άλλο τίποτε παρά χλωρούχον κάλι».

Δεν είξευρα τι να πω, . . τι να κάμω. — Χάρισμά μου; λέω, αφέντη, μα πώς . . . — Δεν έχει πώς, λέει· θα τα πάρης! Μου κάνεις χάρη, . . . . Και μου σφίγγει το χέρι. Μου σφίγγει το χέρι, Μαριώ, κατάλαβες; Τι να κάμω το λοιπόν; τα πήρα. Κακά έκαμα; έπρεπε να μη τα πάρω; Η πτωχή Μαριώ δεν ηδύνατο να απαντήση. Έκλαιε.

Λέγε τώρα, τι θέλεις να πης; — Το είπα. — Τι είπες; — Αυτό οπού είπα ίσα ίσα. — Ήγουν; — Ότι, αν ήμουν εις την θέσιν σου... — Ε, και τι; — Θα τα είξευρα όλα. — Πιστεύεις; — Και δεν θα μου διέφευγε τίποτε. — Αλλά πώς θέλεις να το κατορθώσω εγώ αυτό; — Δεν ειξεύρω. — Τότε μη λέγης. — Διαφέρει, αν ήμουν εγώ. — Θα το κατώρθωνες; — Βέβαια. — Με ποίαν τέχνην; — Δεν ειξεύρω. — Αλλ' όμως;

Δεν τα έγγιξα ακόμα, ούτε τα εμέτρησα. Μετρήστε τα, να ιδήτε αν είνε σωστά, προσέθηκεν ως να παρελάλει. — Εγώ; είπε μετά περιφρονήσεως ο αρχηγός. — Μα μη μου παίρνετε το κορίτσι μου, εξηκολούθησεν ο Πρωτόγυφτος, μετ' αιφνιδίας εκρήξεως φιλοστοργίας. Εγώ το αγαπώ το κορίτσι μου. Ήμουν μωρός να το πωλήσω το κορίτσι μου, το έκαμα χωρίς να θέλω. Δεν είξευρα, τζάνουμ τι μου γίνεται.

Είξευρα στίχους να μετρώ και όχι σιτηρά· και όμως πόσον αγαθός ο έμπορός μου ήτο! κακό δεν εξεστόμισε για 'μένα μια φορά, με χαμογέλοιο μ' έβλεπε και εσταυροκοπείτο. Μια 'μέρα μ' είπε «κάμε μου, αν αγαπάς, τη χάρι να μείνης μια στιγμή εδώ εις την σιταποθήκη, και πρόσεξε να μη σου φαν οι χοίροι το σιτάρι...» Για φαντασθήτε τι 'ντροπή για με, τι καταδίκη!

Και εβίαζε την μνήμην του να τω είπη το όνομα του κυρίου του κυνός. — Έλα, σκύλε, είπε θωπεύων αυτόν, δεν ειξεύρω πώς σε λένε· να είξευρα το δικό σου όνομα, θα εύρισκα εύκολα και του αυθέντου σου. Ή να είξευρα καν της κυράς σου;... Και εμειδίασεν εις την λέξιν ταύτην ο Θευδάς. — Της κυράς σου; επανέλαβε· να είχες τουλάχιστον κυρίαν;... Ω, διάβολε, διάβολε! είπε κρούων το μέτωπον αυτού.

Εγώ δεν είξευρα καλά καλά τι ήτον η Εύρεσι, και σχεδόν δεν είχ' ακούσει ποτέ μου για Περιστέρα. Αυτή τη στιγμή θυμήθηκα που η κουμπάρα μας, εκείνη 'που πρώτη μου είχε βάλει στο νου για να τάξω στην Καισαριανή, μου είχε 'πεί ότι η χάρι της περισσότερο ενεργάει στην Εύρεσι, που είνε στη σπηλιά, κι' ότι εκεί κατεβαίνει, τινάζοντας τα πτερά της, μία περιστέρα...

Και είνε αδελφός μου. Ύστερα εγώ τι θα πω; Βλέπω ότι του κάκου σπάνω το κεφάλι μου. Όσο συλλογίζομαι, τόσο χειρότερο το βρίσκω. Κύτταξε πόσον είμαι πίσω από τον άλλον κόσμο! Δεν ξέρω τι μου γίνεται. Να είξευρα πως δεν ειμπορούσα να βγάλω μίαν ιδέαν, δεν θα έκαμνα τόσον κόπον να συλλογίζωμαι, και να χτυπώ το κεφάλι μου τόσαις ώραις. Τι να γένη, το κεφάλι δεν αλλάζει.

Αλλ' όμως ελησμονήσαμεν την ομιλίαν μας την πρώτην, είπε. — Ποίαν ομιλίαν; — Διά την Σιξτίναν. Η Αϊμά εσίγησε. — Δεν μοι είπες τι σοι έλεγεν η Σιξτίνα, επανέλαβεν η ηγουμένη. — Δεν μοι έλεγε τίποτε, εψέλλισεν η Αϊμά. — Πρέπει να είσαι δικαία. Με ηρώτησες, σοι είπα όσα είξευρα. Εάν δεν σ' ευχαρίστησαν εντελώς, δεν πταίω εγώ.

Το είξευρα ήδη, είπεν ησύχως ο άρχων. — Έχω και μίαν επιστολήν διά τον άρχοντα, είπεν ο Θεόδωρος. — Επιστολήν δι' εμέ; Και ποίος την έφερεν; — Άνθρωπος με καλογερικά φορέματα, όστις μένει εις την Σπάρτην και περιμένει. — Τι περιμένει; — Περιμένει να του επιτρέψη ο άρχων να παρουσιασθή εις το Πληθώνειον. — Όταν επανέλθωμεν οίκαδε, θα σε πέμψω να τον οδηγήσης προς εμέ, Θεόδωρε.