United States or Honduras ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά φαίνεται ότι έμεινα πολύν καιρόν αναίσθητη. Εις αυτό το διάστημα μου εφαίνετο ως να ήμουν νεκρά, προσέθηκε παραλογιζομένη. — Αλλ' αφού ήσουν αναίσθητη, πώς γίνεται να είχες αυτήν την ιδέαν; παρετήρησεν η Σιξτίνα· και αν ήσουν νεκρά, πώς θα το είξευρες; — Έχεις δίκαιον, είπεν η Αϊμά. Δεν είξευρα πού ευρισκόμουν, ήμουν εις ένα χαμένον κόσμον.

Ήλθα ενωρίς, είπεν αναλαβούσα εν τω μεταξύ η Σιξτίνα, και επειδή την ελυπήθην, έμεινα να της κάμω συντροφιάν. Δεν είξευρα όμως αν είχε περάσει τόσον η ώρα. — Άλλοτε να προσέχης εις τας ώρας, αδελφή Σιξτίνα, είπε ξηρώς η ηγουμένη. Αι ώραι του βίου περνούν τόσον γρήγορα, όσον και αι ώραι του ημερονυκτίου, και μία μοναχή, ήτις δεν τας μετρεί, θα ειπή δει είνε αμελής εις τα χρέη της.

Ο Πρωτόγυφτος εκύτταζε τον ξένον απορηματικώς. — Θα είνε με δύο οπλισμένους ανθρώπους, επανέλαβεν ο άρχων. — Με δύο ωπλισμένους; αντήχησεν υποκώφως η φωνή του Γύφτου. — Ναι. — Δεν το είξευρα. — Και εν ανάγκη θα γείνουν τρεις, τέσσαρες, ημίσεια δωδεκάςΤο πιστεύω. — Δεν μας είνε δύσκολον. — Ειξεύρω ότι ο άρχων έχει εξουσίαν εις τον τόπον. — Διότι την απέκτησα. — Βέβαια.

Στην τιμή μου. — Η καϋμέναις! — Ε, δεν ταις λυπάσαι; — Αλήθεια. — Μα είνε αξιολύπηταις. — Διατί; — Έχει πολλά &διατί&. — Ως πόσα; — Όσα θέλεις. — Ειπέ ένα. — Πρώτον αυταίς είνε... — Τι είνε; — Είνε όλαις θηλυκαίς. — Αυτό θα πης; — Ναι. — Το είξευρα. — Κ' εγώ γι' αυτό σου το λέγω. — Διά ποιο &αυτό&; — Διατί το είξευρες. — Α, ενόησα. — Θα ήσουν πολύ βαρυκέφαλος... — Εγώ; — Ναι. — Πώς;

— ... Ω διάβολε, είπεν ο Σκούντας, κάτι σα συλλογισμένος φαίνεσαι απόψε. — Τίποτε, απήντησεν ο Τρανταχτής. Αν ήσουν φίλος, έπρεπε να μου πης την καρδιά σου, καθώς κάμνω εγώ. — Διάβολε, αύριον έχω δουλειά. — Ε, και τι; — Και δεν αδειάζω. Ο Σκούντας ουδέν ενόησε. — Φίλε μου, αυτό πρώτον το είξευρα, μου το είχες ειπεί.

Κι' εφαίνετο βασίλισσα 'στα θέλγητρα κι' αυτή, χαριτωμένη, κόκκινη, ξανθομαλλούσα Ρώσσα... και τώρα θα μου 'πήτε σεις κρυφά κρυφά 'στ' αυτί: μα πώς, αφού δεν είξευρα του τόπου της την γλώσσα, 'μπορούσα με την φίλην μου να συνεννοηθώ; Αν έπρεπε ως έμπορος τα Ρούσσικα να ξέρω, μήπως αυτά μ' εμπόδιζαν και να ερωτευθώ; ηγάπησα, χωρίς ποτέ μια λέξι να προφέρω.

Τον έσεισα πάλι, τον ετράβηξα βιαστικά με το χέρι μου, και τον εσήκωσα. Τότε μου είχε έρθει η στόχασι, πως έπρεπε να κάμω γλήγορα, για να προφτάσω τ' ασκέρι που έτρεχε τον ανήφορο, γιατί δεν είξευρα αν ήτον πολύ κοντά ή μακρυά, και τον δρόμο εγώ δεν τον είξευρα. Έπειτα έπρεπε να προφτάσω να ιδώ την Περιστέρα, καθώς μισοθυμούμουν, που μου είχε 'πεί η κουμπάρα, πως τίναζε τα φτερά.