United States or Rwanda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η εντολή της ήτο να σου φέρη την τροφήν σου και να φύγη. Η Αϊμά δεν απήντησε. — Διά να μείνη λοιπόν τεσσάρας ώρας κατά συνέχειαν μετά σου, παρέβη τα χρέη της, και διά να τα παραβή, θα ειπή ότι είχε λόγους. Τους λόγους λοιπόν τούτους επιθυμώ κ' εγώ να μάθω. Η Αϊμά παρετήρει έκπληκτος. — Ειξεύρεις έν πράγμα; επανέλαβεν η ηγουμένη.

Τούτο εξαρτάται από σε την ιδίαν. Ει μεν φανής πρόθυμος και γη αγαθή να δεχθής τον λόγον της αληθείας, ταχέως θα εξέλθης από εδώ. Ει δε και φανής σκληροτράχηλος, καθώς οι Εβραίοι εις την έρημον, τότε η κατήχησίς σου θα διαρκέση πολύν καιρόν και η εδώ διαμονή του άλλον τόσον. — Αλλά δεν μοι είπες την αλήθειαν, μήτερ μου, απήντησεν η Αϊμά. Η ηγουμένη έκαμε το σημείον του Σταυρού.

Τίποτε, απήντησεν αδημονούσα η Αϊμά. — Πώς τίποτε, ενώ ωμιλούσατε τόσαις ώραις μαζή; — Ελέγαμεν το ένα, το άλλο, είπεν η Αϊμά, διά να περάση η ώρα. — Είσαι φιλαλήθης; είπεν αποτόμως η ηγουμένη. Η Αϊμά κατένευσε. — Λοιπόν είνε αδύνατον να με απατήσης. Δεν ειμπορούσε η Σιξτίνα να παραβή απλώς και ως έτυχε τους κανόνας, και να μείνη τόσας ώρας μαζή σου.

Η ηγουμένη μοι υπεσχέθη να μοι είπη διά ποίαν αιτίαν μ' έχουν κλεισμένην, αλλά δεν την ξαναείδα. Την καλογραίαν, ήτις έρχεται, την παρεκάλεσα να της ειπή να έλθη, αλλ' αυτή μοι απήντησεν ότι δεν πρέπει να έχω αμαρτωλάς επιθυμίας. Τι εννοεί, δεν ειξεύρω. Είνε απορίας άξιον διατί μ' έχουν κλεισμένην εδώ.

Ποίας; Της ηγουμένης που μ' έστειλε. — Ό,τι θέλεις, είπε μειδιώσα η Βεάτη. — Πώς ό,τι θέλω; — Πε της ότι δεν με ηύρες. — Δεν σε ηύρα; Πώς γίνεται; — Πώς δεν γίνεται; επανέλαβε φαιδρά η Βεάτη. — Τότε θα μου πη, μην έφυγε το μαγειρείο από τον τόπον του; — Ειμπορεί και να έφυγε, απήντησεν απροσέκτως η Βεάτη. — Και τότε; — Τότε; — Η ηγουμένη θα μου πη πως ετρελλάθηκα. — Ας σου πη.

Αλλ' όμως ελησμονήσαμεν την ομιλίαν μας την πρώτην, είπε. — Ποίαν ομιλίαν; — Διά την Σιξτίναν. Η Αϊμά εσίγησε. — Δεν μοι είπες τι σοι έλεγεν η Σιξτίνα, επανέλαβεν η ηγουμένη. — Δεν μοι έλεγε τίποτε, εψέλλισεν η Αϊμά. — Πρέπει να είσαι δικαία. Με ηρώτησες, σοι είπα όσα είξευρα. Εάν δεν σ' ευχαρίστησαν εντελώς, δεν πταίω εγώ.

Καθένας έχει την θρησκείαν του. Η ηγουμένη έδακνε τα χείλη, και δεν είχε πλέον τι να είπη. — Ώστε βλέπετε, επανέλαβεν η Αϊμά, ότι δεν μ' έφεραν εδώ διά να βαπτισθώ, καθώς σας έλεγα. Η ηγουμένη δεν απήντησε. — Διότι κανείς δεν βαπτίζεται δυο φοράς, εκτός εκείνων οπού αλλάζουν την θρησκείαν των. Και επειδή η εδική μου είνε η καλλιτέρα, δεν θέλω να την αλλάξω.

Ποίας ηγουμένης; είπεν αλλοφρονούσα η Βεάτη. — Ποίας ηγουμένης; Είσαι 'στά καλά σου; — Στα καλά μου; — Ναι. Είνε άλλη ηγουμένη; — Άλλη ηγουμένη; — Βέβαια. — Δεν ξεύρω, είπεν αφελώς η Βεάτη. — Δεν ξεύρεις; επανέλαβεν η Κλάρα. — Βέβαια, απήντησεν η Βεάτη. — Να ξεραθής, είπε ξηρώς η Κλάρα. — Να μαραθής, απήντησε μεμαραμμένως η Βεάτη.

Η Βεάτη μόλις επρόφθασε να κρυφθή όπισθεν της θύρας, δι' ης είχεν εισέλθει, και είχεν αφήσει αυτήν ανοικτήν. Διενοήθη ότι πρέπει να ήτο η ηγουμένη αυτή ήτις ήρχετο. — Ποίος ήνοιξε αυτήν την πόρτα; ηκούσθη μορμυρίζουσα φωνή τις. Εγώ την άφησα ανοικτή; Παναγία μου! Μη χειρότερα! Μη ήρθεν ο βρυκόλακας; Η Βεάτη ανεγνώρισε την γυναίκα ταύτην. Δεν ήτο η ηγουμένη.

Ήλθα ενωρίς, είπεν αναλαβούσα εν τω μεταξύ η Σιξτίνα, και επειδή την ελυπήθην, έμεινα να της κάμω συντροφιάν. Δεν είξευρα όμως αν είχε περάσει τόσον η ώρα. — Άλλοτε να προσέχης εις τας ώρας, αδελφή Σιξτίνα, είπε ξηρώς η ηγουμένη. Αι ώραι του βίου περνούν τόσον γρήγορα, όσον και αι ώραι του ημερονυκτίου, και μία μοναχή, ήτις δεν τας μετρεί, θα ειπή δει είνε αμελής εις τα χρέη της.