United States or Zimbabwe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Απόψε έφθασε το βαπόρι, επανέλαβεν ο εφημέριος· εμένα μου το έφεραν τώρα μόλις έβγαινα από την εκκλησίαν. Και ενθείς την χείρα έσω του φακέλλου εξήγαγε διπλωμένον χαρτίον. — Το γράμμα είνε προς εμέ, προσέθηκεν, αλλά σε αποβλέπει. —Εμένα ; εμένα ; επανέλαβεν έκπληκτος η γραία. Ο παππα-Δημήτρης εξεδίπλωσε το χαρτίον.

Εκεί, πρωίπρωί, εις τους μαρμαρίνους δικαστικούς διαδρόμους της Βασιλείου Στοάς, όπου συνήθως μετέβαινον οι ασεβείς και οι άθεοι, οι βλάσφημοι και οι παραβάται των ιερών της πόλεως νόμων, συναντά ο Ευθύφρων τον γέροντα φιλόσοφον, τον οποίον πολύ εσέβετο, τον ολόλευκον όχι μόνον διά την ηλικίαν του αλλά και διά την αγαθότητά του και πραότητα, τον ειρηνικώτατον και μόνον ευσεβέστατον αληθώς από τους Αθηναίους, και απομένει έκπληκτος.

Και ποίον είναι αυτό το σπουδαίον και ευχάριστον, μου απήντησεν εκείνος, διότι αυτοί εδώ βεβαίως δεν κάμνουν τίποτε άλλο παρά να φλυαρούν, συζητούντες διά τα ουράνια φαινόμενα και να απαγγέλλουν διαρκώς διαφόρους φιλοσοφικάς ανοησίας. Έμεινα έκπληκτος τότε εγώ διά την απόκρισίν του αυτήν, και του είπον εντόνως: — Και πώς!

Έκπληκτος ο κ. Νιαουστεύς έλαβε το δώρον, και δι' αναφοράς παρεκάλεσε το υπουργείον να τον προβιβάση, αν ευαρεστήται, εις τον χρυσούν σταυρόν. Αλλ' ουκ ην φωνή, ουκ ην ακρόασις.

Και το Φάσμα εξακολουθεί: — Εις την γλώσσαν του οφείλει την καταστροφήν του· ωμίλει με την μίαν άκραν, διότι η μέθη του είχε παραλύση την ετέραν. Έκπληκτος ερωτώ: — Διγλωσσίαν έχει ο άνθρωπος; Αισθάνομαι τότε δύναμιν εις την ακοήν, και οδηγούμαι προς δύο ανθρώπους, κρατούμενος εκ των χειρών, και ανταλλάσσοντας τας θερμοτέρας του θαυμασμού εκφράσεις.

Στην αρχή εκείνος τον κοίταξε έκπληκτος, έπειτα ένα καλοσυνάτο χαμόγελο χάραξε στα σαρκώδη του χείλη. Ανασήκωσε το ένα του πόδι και είπε: «Κοίτα εκεί, έχει τόπο.» Ο Έφις έβαλε το καλάθι μέσα στο δισάκι και ενώ ο ντον Πρέντου απομακρυνόταν χωρίς να πει τίποτε άλλο, επέστρεψε επάνω, στην καλύβα του.

Τότε το παράθυρον έμεινεν ανοικτόν, και εις τας διπλάς διασταυρουμένας ακτίνας τας διά της θύρας και του παραθύρου, είδε καθαρά την γυναίκα την λεχώ εξαπλωμένην επί της κλίνης της. — Τι τρέχει εδώ; εφώναξεν έκπληκτος ο άνθρωπος. Η λεχώνα εξύπνησε, κ' επρόφερε με ασθενή φωνήν. — Μάνα, εσύ 'σαι; . . . Ήρθες;

Εις την υπεράνθρωπον όμως είνε δυνατόν, επανέλαβεν η ξένη. — Δεν εννοώ, είπεν η Αϊμά. — Και σε λυπούμαι πολύ, κόρη μου. Η Αϊμά δεν απήντησεν. Ήτο έκπληκτος. — Έχεις εχθρούς, έχεις διώκτας. Το πεπρωμένον σε αδικεί. Τα πάντα συνώμοσαν εναντίον σου. Και όμως είσαι τόσον συμπαθής, και τόσον καλή! — Ειπέτε καθαρώτερα, κυρία, εψέλλισεν η Αϊμά. — Και εις τι ήμαρτες, ταλαίπωρον πλάσμα!

— Ε, ακρογιλά! ακρογιαλά και κακό! Επανέλαβεν ο κυρ-Δημάκης έκπληκτος, ούτως αποκαλών κατά το ιδίωμα της πατρίδος του τα κοινώς λεγόμενα μεζέδια. Η μαργαρώδης, η χρυσοπράσινος, η δροσερά του πυθμένος αίγλη απεδίωξε πάραυτα την μαύρην από του προσώπου του σκέπην. Γλυκύς ίμερος τον συνεκίνησε προς την θέαν των θαλασσινών. Ήτο δε ομολογουμένως και δεξιός ερευνητής και αλιεύς τούτων ο κυρ- Δημάκης.

Ο Θεόδωρος τον παρετήρει έκπληκτος. — Σαν να τον γνωρίζω, μου φαίνεται, αυτόν τον σκύλο, είπε. Τίνος είνε; Τίνος είνε; Και επροσπάθει ν' αναμνησθή. Αλλ' εδυσκολεύετο. — Κάποιου φίλου μου θα είνε βέβαια, έλεγε. Μπα! και θέλει θεολογία πως είνε φίλου μου; Αφού έρχεται και μου σει την ουρά. Μεγάλο πράγμα πώς το κατάλαβα! Αλλά τίνος να είνε;