United States or Malawi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στο τεριαστό ζουνάρι πέφτει η πικρή και το τρυπάει σαΐτα πέρα πέρα, 135 και μες στα μαστροδούλεφτα του χώνεται τσαπράζα, και στη φασκιά που του κορμιού την είχε φυλαχτήρι και φράχτη κάθε κονταριού, και πιο πολύ τον είχε προφυλαγμένο, μα κι' αφτή την πέρασε ίσα πέρα. Χάραξε εκεί έτσι ξώσαρκα του στρατηγού το κρέας, κι' έτρεχε εφτύς απ' την πληγή μαβρόθολο το αίμα. 140

Στα θέατρά τους, στα δράματα που παίζουνε, φαίνεται ο μοναδικός νους του λαού. Σ' όλα χάραξε την ιδέα του και την έκαμε κτήμα ες αεί , για να μάθουν κ' οι άλλοι κατόπι να κυβερνιούνται και να ζουν. Είναι πολιτεία κι όχι μόνο πόλη. Ο πολιτισμός εδώ γυρέβει την αρχή του. Είναι ξυπνός ο λαός, γεμάτος ζωή. Τρέχει, κοπιάζει, χτίζει και δημιουργεί. Σα μέλισσες παν κ' έρχουνται οι πολίτες.

Δεν πειράζει, έκανε ο Γιώργης, ρίχνοντας μια λοξή ματιά στη γυναίκα του, που κοίτονταν κατάχαμα. Καλύτερα εδώ... Καλύτερα που με φέρατε εδώ... Ένα χαμόγελο, σα χαρούμενο και κακό μαζί, χάραξε στα χείλια του και γύρεψε ένα ποτήρι νερό. Στην ώρα έφτασε κι' ο γιατρός. Έσχισε τον κόσμο βιαστικός και πέρασε ως το κρέββάτι του λαβωμένου.

Έν' από τα χαρακτηριστικά της ωραίας φόρμας είναι ότι μπορεί να βάζη εκεί μέσα κανείς με το νου του ό,τι θέλει ή να βλέπη μέσα εκεί ό,τι του αρέσει· κ' η Ομορφιά, που δίνει στη δημιουργία το παγκόσμιο κ' αισθητικό στοιχείο, κάνει τον κριτικό πλάστη με τη σειρά του και του ψιθυρίζει χίλια δυο πράγματα διαφορετικά απ' ό,τι είχε στο μυαλό του εκείνος που σκάλισε το άγαλμα ή ζωγράφισε την κορνίζα ή χάραξε το πετράδι.

Πήγε και τούφερε νερό, του ανασήκωσε το κεφάλι του κεκείνος ρούφηξε με λαχτάρα σαν τη διψασμένη γη. — Δεν κοιμήθηκες ακόμα, Βαγγέλη; Βασανίζεσαι, καϋμένε... Είπε αναστενάζοντας με καλωσύνη. — Δεν έχω τίποτα. Κοιμήθηκα! Εσύ να γίνης καλά! του αποκρίθηκε ο Βαγγέλης καταπίνοντας τα δάκρυά του. Ένα χαμόγελο χάραξε μια στιγμή κ' έσβυσε γρήγορα στα χείλια του αρρώστου.

Τότες στη γραμμή παντού τον πήγε ο κράχτης, κι' απ' τα δεξά τον έδειχνε στους βασιλιάδες όλους· κι' αφτοί σαν δεν τον γνώριζαν, όχι είπαν ένας ένας. 185 Μα δείχνοντας τον στη γραμμή παντού, σαν ήρθε τέλος στον άντρα που τον χάραξε και στο χαλκένιο κράνος τον είχε ρήξει, στο λαμπρό τον Αία, τότε απλώνει το χέρι ο Αίαςπάει κοντά και του τον δίνει ο κράχτηςτι με χαρά τον γνώρισε σαν τούδε το σημάδι.

Νά, τώρα που χάραξε θα βγουν. Η Μαργαρώ ακούσασα αυτήν την διάλεξιν έπαθεν εκ της συγκινήσεώς της μυστηριώδη τινά παρακώλυσαν νευρικήν στιγμιαίαν. Δεν ηδύνατο να φωνάξη, δεν ηδύνατο να σηκωθή. Και οι λαλούντες έξω, απεμακρύνοντο. Δεν επέρασε διόλου από τον νουν της ότι έσκωπτον αυτοί οι άνθρωποι τοιαύτην ώραν και τοιαύτην ημέραν.

Στην αρχή εκείνος τον κοίταξε έκπληκτος, έπειτα ένα καλοσυνάτο χαμόγελο χάραξε στα σαρκώδη του χείλη. Ανασήκωσε το ένα του πόδι και είπε: «Κοίτα εκεί, έχει τόπο.» Ο Έφις έβαλε το καλάθι μέσα στο δισάκι και ενώ ο ντον Πρέντου απομακρυνόταν χωρίς να πει τίποτε άλλο, επέστρεψε επάνω, στην καλύβα του.