United States or Hong Kong ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Λ... είνε αρραβωνιασμένη με τον Γιαννάκη τον Δράκο, ο γυιός σου πάει και της κάνει πατινάδα, απέναντ' απ' τα παραθύρια της, και λοιπόν θέλει να χαλάση τον φράχτη.

Μέσα σε τέτοιο πέλαγο, βαθύ μελανιασμένο, Έν' ακρογιάλι μακρυνό, το μάτι του Θανάση Ξανοίγει που τους έκραζε . — «Παιδιά, ς' το Μοναστήρι...» Και δρασκελίζουν πεταχτά τη σιδερένια φράχτη Πωλόγυρά τους έπηξε... Σεισμός το πέρασμά τους.

Μον στην τόση του εισοδιά 595 Βολετό και σαν παιδιά Να μην ευχαριστηθήτε, Και σε χρείαις να βρεθήτε· Να το ξέρετε λοιπόν, Πως εγώ με το σκοπόν, 600 Μη καμμιά φορά ξεπέστε, Και σε φτώχια τυραγνιέστε, Όλα μου τα μετρητά, Σε διο κλήματα κοντά, Μες τ' αμπέλι τα 'χω θάψει 605 Προς τη φράχτη, που είχα κάψει....

Κοντά-κοντά στο γέροντα το θαλασσοδαρμένο, είν' έν' αμπέλι με πυκνά και κόκκινα σταφύλια που το φυλάει μικρό παιδί στο φράχτη καθισμένο. Στώνα πλευρό του μια αλεπού, στάλλο πλευρό του μια άλλη· χώνετ' η μια στα κλήματα και τα τσαμπιά αφανίζει, η άλλη πάει με πονηριά κρυφά προς το ταγάρι ωσάν να λέη και στο παιδί πως δεν θε να 'συχάση αν δεν ταφήση νηστικό κι αν δεν του φάη ό,τ' έχει.

Κάτω από το μεγάλο πεύκο, ο Τριστάνος, στηριγμένος στο μαρμάρινο χείλος της λίμνης, θρηνούσε: — Ας με λυπηθή ο Θεός κι' ας επανορθώση τη μεγάλη αδικία που μου κάνει ο αγαπητός μου κύριος! Όταν πέρασε το φράχτη του κήπου, ο Βασιληάς είπε γελώντας: — Ωραίε ανηψιέ, ευλογημένη νάναι αυτή η ώρα. Να, το μακρυνό ταξίδι που ετοίμαζες γι' αύριο πρωί, τελείωσε κι' όλα.

Μια μέρα όμως, ή μήπως ήταν νύχταδεν είχε πια την αίσθηση του χρόνουτου φάνηκε πως είχε φτάσει στο τοιχάκι του φράχτη στο μικρό κτήμα, ψηλά στο φρύδι με τα καλάμια και πως είχε ξαπλώσει βαρύς επάνω στις πέτρες. Τα καλάμια θρόιζαν σκύβοντας μέχρις αυτόν για να τον αγγίξουν, για να τον γλείψουν με τα φύλλα τους που είχαν κάτι το ζωντανό, σα δάχτυλα, σα γλώσσες.

Πίσω από τον πύργο του Τινταγκέλ απλώνεται ένας κήπος, μεγάλος και κλεισμένος με γερούς πασσάλους. Αναρίθμητα ωραία δέντρα τονέ στολίζουν, φορτωμένα από καρπούς, άνθη, και πουλιά. Στο πειο μακρυνό από τον πύργο μέρος, πολύ κοντά στους πασσάλους του φράχτη, βρίσκεται ίσο και ψηλό ένα πεύκο: ο ρωμαλέος κορμός του βαστάει άφθονα κλαδιά και φύλλα.

Οι δυο ξένοι, που ζητούσανε τα χνάρια της νεανικής τους ευτυχίας, βρεθήκανε και δω μπροστά σ' ερείπια. Είτανε σα να τους κυνηγούσανε παντού χαλάσματα. Και κυριεμένη από μια ανησυχαστική αγωνία η Έλσα άφησε το μπράτσο μου. Ανέβηκε το λόφο, το γεμάτο ξερόκλαδα, κ' έφτασε σ' ένα φράχτη που του έλειπε η πόρτα και στους πάλους απομένανε δυο σκουριασμένα, στραβωμένα σίδερα.

Ποιος ξέρει με ποιους στοχασμούς έτρεχε κει γύρω ή ποιος ξέρει ακόμα αν το έννοιωθε πως έκανε κατιτί εμποδισμένο; Πήγαινε μιλώντας μόνος κι ο σκύλος τον ακολουθούσε κι όταν έφτασε στην πόρτα του φράχτη και τη βρήκε ανοιχτή, έπρεπε να βγη να ρίξη μια ματιά στον κόσμο, που τονέ μάγευε κει όξω.

Μόν στην τόση του εισοδιά Βολετό και σαν παιδιά Να μην ευχαριστηθήτε, Και σε χρείαις να βρεθήτε· Να το ξέρετε λοιπόν, Πως εγώ με το σκοπόν, Μη καμμιά φορά ξεπέστε, Και σε φτώχια τυραγνιέστε, Όλα μου τα μετρητά, Σε δυο κλήματα κοντά, Μες τ' αμπέλι τα 'χω θάψει Προς τη φράχτη που είχα κάψει.. Θέλει ο Γέροντας να ειπή· Η φωνή του είχε κοπή, Δεν μπορεί ν' ακολουθήση, Μήτε λόγο να μιλήση.