Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025
Παράμερα τους βλέπουν 1225 Στον ίδιον τον καιρό Σε σιάδι να μουλόνη Λαγόν τρανόν, χοντρό· Κι ως ήταν πεινασμένα Δεν άργησαν στιμή 1230 Να στρίψουν, να χυμήσουν Απάνω του μ' ορμή. Μον θέλοντας το ένα, Το αλλο μερτικό Τελείως να μη πάρη 1235 Να μείνη νηστικό, Με λύσσα συνατά τους Να πιάνουνται αρχινούν, Φριχτή μεγάλη μάχη Πεισματικά κινούν. 1240
Αφού του κάκου εγύρεψα άλλη δουλειά, επήρα μια μέρα ένα σχοινί, όχι να κρεμασθώ, κ' επήγα να σταθώ εμπρός εις την Καπνικαρέα με τους Μανιάτες. Ο πρώτος της Σύρας λεβέντης έγινα χαμάλης! Με τα λίγα που εκέρδιζα κατόρθωνα να μην πεθάνωμεν, όχι όμως και να μη πεινούμεν. Επείνασες συ ποτέ σου; — Πολλές φορές, όταν δεν ήξερα το μάθημα μου και μ' άφινεν ο δάσκαλος νηστικό.
Ακούς, αδερφέ, να πάρη δυο γυναίκες! μια άσχημη και μια ώμορφη, μια πλούσια και μια φτωχή. . . τόρα, σου λέει, είνε πάντα μέσα. . . — Πάντα έξω πες. . . διέκοψεν ο Αύγουστος, υψηλός κ' εύσωμος με βαθυκύανον, ως η ώριμος σταφίς, όψιν εγώ φοβάμαι μη την πάθη, 'σαν το άλογο που δεν ήξερε από ποιο γρασίδι να φάη κ' έσκασε νηστικό.
Αν ειμπορής, βρε άνθρωπε, 'πές του και συ αυτά, όταν 'στ' αυτιά σου νηστικό σφυρίζωντας πετά· με σφύριγμα και δάγκωμα κακά σε ξημερόνει, αν δεν σκεφθής δελτάριον ν' ανάψης Ζαμπιρόνη. Βλέπεις αυτόν τον μπούρμπουλα, τον αφανή 'στό χώμα, που με τα πόδια του κυλά την μια και άλλη βρώμα; μεγάλης έτυχε ποτέ 'στήν Αίγυπτον λατρείας ως του Ηλίου σύμβολον, δυνάμεως κι' ανδρείας.
— Τι θέλεις, Γιώργη μου; Μα τα μάτια εκείνου ήτανε καρφωμένα στο πάτωμα, δίπλα στο τραπέζι που κοίτονταν κουλουριασμένη η Εληά. Έκανε να παίξη τα χείλη του σαν νάθελε να της φωνάξη. Ύστερα γύρισε κατά τον Βαγγέλη: — Κανένα κόκκαλο! είπε τραυλίζοντας. Είνε μέρες νηστικό το κακόμ... — Ωχ! παραμιλάει! είπε η Ασημίνα. — Το κακόμοιρο! απόσωσε το λόγο του ο Γιώργης.
Μόν θέλοντας το ένα, Το άλλο μερτικό Τελείως να μη πάρη Να μείνη νηστικό, Με λύσσα συνατά τους Να πιάνονται αρχινούν, Φριχτή μεγάλη μάχη Πεισματικά κινούν. Στο τέλος μη μπορόντας Στα πόδια να σταθούν, Οχ τον πολύν αγώνα Καθόλου να ορθοθούν. Αποσταμένα πέφτουν Στη γη ξαπλοταριά, Κειτάμενα σαν ψόφια, Δεξιά ζερβιά μεριά. Και το Λαγό στη μέση Κομμάτι τρυφερό Με θλίψι τους κυττάζουν, Και μάτι λυπηρό.
Κοντά-κοντά στο γέροντα το θαλασσοδαρμένο, είν' έν' αμπέλι με πυκνά και κόκκινα σταφύλια που το φυλάει μικρό παιδί στο φράχτη καθισμένο. Στώνα πλευρό του μια αλεπού, στάλλο πλευρό του μια άλλη· χώνετ' η μια στα κλήματα και τα τσαμπιά αφανίζει, η άλλη πάει με πονηριά κρυφά προς το ταγάρι ωσάν να λέη και στο παιδί πως δεν θε να 'συχάση αν δεν ταφήση νηστικό κι αν δεν του φάη ό,τ' έχει.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν