United States or Svalbard and Jan Mayen ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήτανε απάνω σε μια καρρότσα, μπροστά, με τον καρροτσέρη. Η καρρότσα εστάθηκετο Θησείο απόξω.

Διατί λέγεις ήτανε; Μήπως απέθανε; — Ζη ακόμη, μόνον ασχήμισε, ενώ τότες ήρχουνταν από μακριά οι Συριανοί και συ μαζύ με τους άλλους, να κάμετε πρόγευμα εις το περιβόλι μου πολύ περισσότερο για τα ώμορφά της μάτια παρά για τα δικά μου ψάρια. Δεν εζούλευα, γιατί την ήξευρα φρόνιμη και πως χάνετε τον καιρό σας. Το μόνο της ελάττωμα, που πταίω κ'εγώ σ' αυτό, ήταν πως έκαμνε πολλά παιδιά.

ΑΝΘΥΠΟΛ. — Τι θαυμάσια γυναίκα αλήθεια. ΜΙΣΤΡΑΣΜεγάλο χάρισμα πάει να πη η ευθυμία, όταν είνε φυσική και αυθόρμητη. Φαντάζεσθε κυρίες και κύριοι, ότι αν δεν εμεσολαβούσε η ισχυαλγία και η μορφίνα μουόλα και όλαόλοι μας θα κλέγαμε τώρα με την Οφηλία. Θα ήτανε φοβερό μ' αυτή τη κουφόβραση. ΜΙΑ ΚΥΡΙΑΑυτό το οφείλομε σε σας γιατρέ. Πάμε, δεσποινίς Μεράτη.

Σας παραγγέλνει αγάπη και σωτηρία. Βασίλισσα, να η γλώσσα της που τη φέρνουμε. — Φονηάδες, εφώναξε η Ιζόλδη, δώστε μου πίσω τη Βραγγίνα, την αγαπητή μου υπηρέτρια. Δεν ξέρατε ότι ήτανε η μόνη μου φίλη; Φονηάδες, δώστετή μου πίσω. — Βασίλισσα, σωστά έχουνε πη: «Η γυναίκα αλλάζει σε λίγες ώρες. Την ίδια ώρα η γυναίκα γελάει, κλαίει, αγαπάει, μισεί». Την εσκοτώσαμε, καθώς διατάξατε.

Ήρθε να με θυμιάση, που λες, ήταν ώμορφη! ώμορφη! άλλο πράμα, άσπρη-άσπρη σαν το χιόνι, και τα μαλλιά της ξέπλεκα τα είχε. Σαν διάκος. Και φορούσε άσπρο στιχάρι. Εγώ έτρεμα σαν φύλλο. Τάχασα. Τώρα θα με πιάση, είπα . . . Μώρριξε μια γλυκεία ματιά. Κι' εγώ ξέχασα πως ήτανε πεθαμένη. Και της λέω: Με τον παπά σου ήρθες Κουκκίτσα; Τότες έγεινε άφαντη. Σαν αέρας. Φου μια, και χάθηκε.

Είσαι και τέτοιος, παληόγερε; Δε βλέπεις τα χάλια σου που δεν έχομε ψωμί να φάμε! — Σώσε με, γυναίκα, φώναξε ο Κυρ-Νικολάκης. — Τώρα να σε σώσω! Βγάζει κι' αυτή το πασσούμι της και τον αρχίζει στις κατακεφαλιές. Μια η χήρα, μια η γυναίκα του. Τέτοιο πράμμα δε μεταστάθηκε στον τόπο. Μαζεύτηκε όλη η γειτονιά. Λες και ήτανε θέατρο. Ένας γέρος να τον δέρνουν δυο γυναίκες.

Σαν νοιώση τη δροσιά του μες στη ρίζα του, αναγαλλιάζει η φυλλωσιά του και τα κλαδιά του γλυκοσαλεύουνε και γλυκοτραγουδούνε. Μερακλίδικο δέντρο, μα την πίστι μου! Μόνο φωνή που δεν έχει να σου μιλήση σαν άνθρωπος. Ο Μαθιός ο γυρολόγος σήκωσε, το γεμάτο ποτήρι, που ήτανε στη θέσι του μακαρίτη, και το άδειασε στη ρίζα του δέντρου. — Έτσι συνήθιζε να το κάνη ο καϋμένος ο Πέτρος, είπε.

Δόξασα το θεό, που σας ξανάφερνε σε μένα ύστερ' από τόσες δοκιμασίες. Σύστησα στη γριά μου να σας περιποιηθή και να σας φέρη εδώ, μόλις θα ήτανε δυνατό. Έκαμε πολύ καλά την παραγγελία μου. Απόλαυσα την ανέκφραστη χαρά να σας ξαναϊδώ, να σας ακούσω, να σας μιλήσω. Πρέπει να πεινάτε πολύ· έχω μεγάλη όρεξη, ας αρχίσουμε από το φαγητό.

Αλλά η Ιζόλδη δεν τους επίστευε. Και σαν άλλη στρατισμένη, πότε καταριώτανε τους φονηάδες και πότε τον ίδιο τον εαυτό της. Κράτησε τον ένα σκλάβο κοντά της, ενώ ο άλλος έτρεξε στο δένδρο που ήτανε δεμένη η Βραγγίνα. — Ωραία, ο Θεός σε λυπήθηκε και να που η κυρία σου σε ξαναφωνάζει». Όταν παρουσιάστηκε μπροστά στην Ιζόλδη, η Βραγγίνα γοτάτισε, ζητώντας να της συγχωρήση τ' άδικά της.

Ονόματα, ονόματα κατρακυλούσανε μέσα. — Μαλάααμος! — Σαροδήηημος! — Βαρδαλάαας! Η υπηρεσία, στο σχήμα του σκοπού, σέρνοντας το σπαθί στο πλευρό και κινουμένη με άκαμπτο βήμα καλούσε τους ναύτες. Αν όμως η φωνή ήτανε φιλική, είχεν άλλο τόνο. Την καταλάβαινε χωρίς καμιά δυσκολία. Της έλειπεν η έμφαση· τονιζότανε μαλακώτερα και τις περισσότερες φορές ακουότανε στην κλητική: — Μασούρα! — Καραδημάκη!