United States or Cocos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γιατί ο Σεΐχης, ο πρώτος των νδερβησάδων, τον αγαπά πολύ γι' αυτό, και με είπε, πως μίαν ημέρα το παιδί μου θενά γίνη άγιος. Μα ένα κακό που του έρχεται καμμιά φορά, αυτό θα με κάμη να χάσω τον νουν μου! Τον είδες πως είναι ήσυχος και γλυκός και σιωπηλός. Το έγινεν αφ' ότου έμαθεν πως επανδρεύθηκεν η αγαπητικιά του, πολύ περισσότερον παρ' ό τι ήτανε προτού.

Και καθώς λοιπόν όλα ήτανε στην όμορφη ώρα τους, κι' αυτοί, σαν τρυφεροί και νέοι που ήταν, εμιμούνταν όσα άκουαν κ' έβλεπαν. Ακούοντας τα πουλιά να κελαδούν, τραγουδούσαν· βλέποντας ταρνιά να χοροπηδούν, αλαφροπηδούσαν· και κάνοντας τις μέλισσες, σύναζαν τάνθη· κι' απ' αυτά άλλα τάβαναν στα στήθια τους κι' άλλα, πλέκοντάς τα στεφανάκια, τα πήγαιναν στις Νύμφες.

Εις τα «Παράδοξα» επίσης του Ραβίζιους Τέξτωρ ευρίσκεται μακρός κατάλογος προσώπων, τα οποία έσχον τον αυτόν λαμπρόν θάνατον! . . . Θα το γνωρίζετε άλλως, ότι εις την Σπάρτην ανεκαλύφθη προς μεσημβρίαν της ακροπόλεως, εν μέσω χάους δυσδιακρίτων ερειπίων, βάθρον, επάνω εις το οποίον εδιάβαζε κανείς αυτά τα γράμματα: ΛΑΣΜ. Τι να εσήμαιναν αυτά τα γράμματα; Είναι εκτός αμφιβολίας ότι θα ήτανε μέρος της λέξεως: ΓΕΛΑΣΜΑ.

Δεν ήτανε πεια δική του, ήτανε δική μου. Να τώρα που με τη σπλαχνική στοργή του ξύπνησε την τρυφερότητά μου κι' απόκτησε πάλι τη Βασίλισσα. Τη Βασίλισσα; Βασίλισσα ήτανε δίπλα του και τώρα εδώ στο δάσος ζη σαν σκλάβα. Τι έκαμα τα νειάτα της; Αντί των αιθουσών με τα πλούσια μεταξωτά, της δίνω αυτό το άγριο δάσος. Μια καλύβα. Και προς χάρι μου ακολουθεί αυτόν τον κακό δρόμο.

Η ωραία ιστορία της χρυσής τρίχας δεν ήτανε παρά ένα ψέμμα... Και λοιπόν θα την παρέδινε σε άλλον... Αλλά ο Βασιληάς έβαλε το δεξί χέρι της Ιζόλδης στο δεξί χέρι του Τριστάνου. Και ο Τριστάνος το εκράτησε ως σημείο ότι εξ ονόματος του Βασιληά της Κορνουάλλης την έπαιρνε στην κατοχή του.

Έπειτα την πήρανε πάλι τα κλάματα. Η καρδιά της ήτανε βουρκωμένη. Κάτι τι της έλεγε μέσα της πως δεν θα τον ξαναϊδή πια τον παπά. — Μου τον πήρε η θάλασσα. Δικός της ήτανε και μου τον πήρε... Δεν είχε βάλει τίποτα στο στόμα της όλη την ημέρα. Καθότανε απάνω στο σοφά κ' έκλαιγε. Η νύχτα την βρήκε απάνω στα μαξιλάρια, μουσκεμμένα απ' τα κλάματα. Μια στιγμή έκανε να την πάρη ο ύπνος.

Είχα μια φίλη, που ήτανε το παν για μένα στην λησμονημένη νεότητά μου· αυτή πέθανε και εγώ ακολούθησα το λείψανό της και στεκόμουνα στον τάφο, όταν κατέβαζαν το φέρετρο, και τα σχοινιά έτριζαν, εχαλαρώνοντο και ανεσύροντο· όταν έπειτα έπεφτε η φτυαριά, το χώμα και το πένθιμο φέρετρο έδινε ένα σιγανό ήχο που γινότανε ολοένα σιγανώτερος ως ότου στο τέλος σκεπάστηκε εντελώς.

Είναι κάποιο παραμύθι, σαν εκείνα που τ' ακούμε μ' όλη της παρθενιάς τους τη χάρη και μ' όλη τη γητεία του μύθου: Ο Δάφνης κ' η Χλόη, παιδιά παραρριγμένα από τους γονέους τους, είχαν την τύχη να περιμαζευτούν από καλούς κι απλοϊκούς ανθρώπους, που ζούσανε στην εξοχή· τα παιδιά αυτά μεγαλώσανε μαζί, έβοσκαν όλη τη μέρα μαζί, εγνώρισαν ο ένας τον άλλο πολύ και φυσικά αγαπήθηκαν τόσο, που η ζωή του ενός ήτανε ζωή του άλλου.

Ο Αγαθούλης μετά το γεύμα περιδιαβάζοντας μέσα σε μια μακρυά γαλαρία, θαύμαζε την ομορφιά των ζωγραφικών πινάκων. Ρώτησε ποιανού μεγάλου τεχνίτη ήτανε οι δυο πρώτοι.

Έχω μιαν αδελφή στο κτήμα μας — η ωραία των ωραίων. Μια φορά να την διης θα χάσης τον νου σου. — Έ! και ο Κιαμήλης μου νέος ήτανε, και καλός ήτανε, και άξιος ήτανε. Μα ο πατέρας της κόρηςτον αγαπούσε, δεν λέγω πως δεν τον αγαπούσεμα γαμβρόν του δεν τον ήθελε. Γιατί ήτανε, λέγει, σουλτάνης από αυτούς που γεννιούνται από ταις σκλάβαις του σουλτάνου, και ήθελε να πάρη κανένα Μπέη, κανένα Πασσά.