Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025


ΑΣΤ. Φιναλμέντε απέ ούλαις ετούτες τζη εζάμινες δεν έβγαλα τίποτεκανένας ως τα τώρα δε μπόρεσε να με περσουαδάρη αν ήτανε κάζο πενσάτο, μα τώρα πρέπει να κάμω και τζη άλλαις μου τζη εζάμινες, κι' ότι διάολο βγάλω, και ξανίξω να τόνε ραπορτάρω σ' τη Διοίκησι, κ' ας κάμ' ό,τι θέλει· το ραπόρτο μου πως θα γένει ρεδίκολο το ξέρω, κ' είμαι περσουάζος θ' άναι γιομάτο κογιοναρίαις, και καμμιά σεργιέτα οφφιτζιάλε δε θ' άχι μέσα.

Κ' επειδή, άμα προσπεράσανε οι ναύτες, ήτανε και στο φαράγγι σιγαλιά, ερωτούσε το Δάφνη, αν είναι και πίσω από τον κάβο θάλασσα, κι αν περνάη γιαλό-γιαλό κι άλλο πλεούμενο κι αν άλλοι ναύτες ετραγουδούσαν τα ίδια κι αν όλα μαζί εσώπασαν.

Δεν είχε ούτε δένδρα, ούτε σκιές, ούτε διαβάτες. Το χώμα του ήτανε ξερό, το χρώμα του μονότονο κάτω απ' το φως του δειλινού. — Ας πάω εγώ! είπα μέσα μου. Κάτι θα ξέρη ο δυστυχισμένος αυτός παραλυτικός. Οι δυστυχισμένοι ξέρουν πάντα περισσότερα απ' όλους εμάς τους άλλους. Άφησα το ζητιάνο και τον κόσμο, που περνούσε ατέλειωτος στη μεγάλη στράτα, κ' έσχισα βιαστικά τον κάμπο.

Ήτανε η ίδια μολυσμένη κ' ίσως απέθανε απ' αυτά. Η Πακέττα είχε πάρει αυτό το δώρο από έναν κορδελιέρο πολύ σοφόν, ο οποίος είχε ανεύρει την πρώτη πηγή του κακού· αυτός τόχε πάρει από μια γρηά κόμησσα, που τόχε πάρει απόναν αξιωματικό του ιππικού, που το χρεωστούσε σε μια μαρκησία, που τόχε πάρει απόναν υπηρέτη, που τόχε πάρει από έναν ιησουίτη, ο οποίος όντας δόκιμος, τόχε πάρει απ' ευθείας από έναν σύντροφο του Χριστοφόρου Κολόμβου.

Εδώ γέροι κατατρύπιοι από σφαίρες, έβλεπαν να πεθαίνουν οι σφαγμένες γυναίκες τους, βαστώντας τα παιδιά τους στα ματωμένα τους βυζιά· εκεί κορίτσια ξεκοιλιασμένα, αφού ικανοποίησαν τις φυσικές ανάγκες μερικών ηρώων, ξεψυχούσαν· άλλοι μισοκαμμένοι φώναζαν να τους αποτελειώσουν σκοτώνοντάς τους. Μυαλά ήτανε σκορπισμένα απάνω στη γη πλάι σε κομμένα χέρια και πόδια.

Την κύτταξε κατάματα και σύνωρα ο νους της σκάλιζε να μαντέψη ποιος ήταν αυτός ο αρρεβωνιαστικός, που τόσο ελεύθερα μπαινόβγαινε σπίτι της. Τόσον καιρό δε θυμότανε κανένα να μιλεί με την Ασημίνα. Ούτε σκαπανέα ούτε πολίτη. Έτρεξε στη σάλα με την απόφαση να γκρεμοτσακίση τον ακάλεστο γαμπρό. Τρομάρα του όποιος κι αν ήτανε!

Στη θέα του, οι εκατό ιππότες σηκώθηκαν όλοι μαζύ, τον εχαιρέτισαν με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, και οι Ιρλανδοί είδαν ότι ήτανε ο αρχηγός τους. Πολλοί τον ανεγνώρισαν όμως τότε, και μεγάλη κραυγή σηκώθηκε απ' όλες της μεριές: — Είναι ο Τριστάνος του Λοοννουά, ο φονηάς του Μόρχολτ! Γυμνά λάμψανε τα σπαθιά, και μανιασμένες φωνές επανελάμβαναν: — Θάνατος! Θάνατος!

Ο Κακαμπός εξηγούσε τα καλά λόγια του βασιλιά στον Αγαθούλη κι' αν και μεταφρασμένα, φαινόντανε πάντα καλά λόγια. Απ' όλα, που θαύμασε ο Αγαθούλης, αυτό δεν ήτανε το λιγώτερο εκπληχτικό. Πέρασαν ένα μήνα φιλοξενούμενοι έτσι.

Μετά το φαΐ, καθώς είχε πέσει πεια η νύχτα, κ' ήτανε καθισμένοι γύρω από τη φωτιά, ο Τριστάνος ρώτησε ποιος ήταν αυτός ο ρημαγμένος τόπος. «Ωραίε Άρχοντα, είπεν ο ερημίτης, είναι η γη της Βρεττάνης, του Δούκα Χόελ. Ήταν άλλοτε ωραίος τόπος, με πλούσια λειβάδια και χωράφια: εδώ μύλοι, εκεί μηλιές, εκεί αρχοντικά υποστατικά. Ο κόμης Ριόλ της Νάντης έκαμε την καταστροφή.

Και ταύτα επάδουσα εχώριζε τους κυάμους εις διαφόρους τριάδας, κατά το φαινόμενον, αποδίδουσα εις εκάστην διάφορον θέσιν και ιδιότητα. — Τρεις τους κλέφταις, τρεις τους λύκους, τρεις τ' ασκέρια τα σκασμένα, τρεις για τους κρυφούς εχθρούς του και κουκκιά — σ α ρ α ν τ α έ ν α! Πόσα κουκκιά εμέτρησες, κοκκώνα; — Σαράντα, είπεν η μήτηρ μου. — Και σαράντα ήτανε, είπεν η Αθιγγανίς.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν