Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Ιουνίου 2025


Αλλά τολμηρός ακόμη, προκειμένου να υπερασπισθή τη ζωή του, μπόρεσε γρήγωρα να βρη ωραία πονηρά λόγια. Διηγήθη ότι ήτανε τραγουδιστής, και ταξίδευε μ' ένα εμπορικό καράβι για την Ισπανία όπου ήθελε να μάθη να διαβάζη στ' αστέρια. Πειραταί είχαν προσβάλει το καράβι, κι' αυτός πληγωμένος ξέφυγε μ' αυτή τη βάρκα. Τον πίστεψαν.

Παύλο, του είπε πάλι, μια νύκτα, την ώρα που έβγαινε το φεγγάρι απ' το βουνό, δώσε μου την καρδιά σου, όλη σου την καρδιά, να την έχω μοναχή μου και κανένας άλλος στον κόσμο. Ο Παύλος την κύτταξε γλυκά. — Η καρδιά μου, Παυλίνα, ήτανε το πρώτο χάρισμα που σούκανα. Και πάλι μου τη ζητάς; Η Παυλίνα τον κύτταξε στα μάτια και του είπε: — Ορκίσου μου πως είναι δική μου. Ο Παύλος της ωρκίστηκε.

Επειδή, αν κ' ήτανε γιδάρης, τώρα θαρρούσε και τη θάλασσα πιο γλυκιά από τη γις, γιατί τον εβοηθούσε να παντρευτή τη Χλόη.

Τα μεγάλα του λόγια από την μια και η αδυναμία του από την άλλη ήτανε να σκάσης από τα γέλοια. Μα σαν ήλθεν η μητέρα και με είδε, σου έκαμεν ένα θυμό! ένα θυμό! Θεός να σε φυλάγη! — Τι στέκεις και γελάς αυτού, βρε χάχα; Ε; τι στέκεις και γελάς! Ο άνθρωπος ψυχομαχά, και συ το χαίρεσαι; Πιάσ' από κεινά! Φορτώσου τον στην ράχη σου!

Ύστερα, σαν εβγήκανε να πάνε κατά την Κασσάνδρα, οι άλλοι σύντροφοί τους, γιατί ήτανε πολλά καράβια, μ' εφτά καπεταναίους πολεμάρχους, έλειπαν, είχαν μιλημένα να παν ύστερα να τους βρούνε. Και την ημέρα που τους έφτασε η αρμάδα με το τούρκικο τ' ασκέρι ήταν μοναχοί ο Νικοτσάρας κι' ο Σταθάς.

Μόλις είχε τελειώσει την ιστορία ο Δάμωνας και τον παινούσε ο Φιλητάς, ότι τους είπε παραμύθι νοστιμότερο κι από τραγούδι, έρχεται κι ο Τίτυρος φέρνοντας στον πατέρα του το σουραύλι, μεγάλο όργανο και με μεγάλα καλάμια· κι όπου ήτανε αλειμμένο με κερί, είχε πλουμίδια από χάλκωμα. Θάλεγε κανένας πως ήτανε το ίδιο εκείνο, που επρωτόφτιασε ο Πάνας.

Και ο καιρός έδειχνε από το μεσημέρι, πως ήτανε σκανδαλισμένος. Είδα εγώ τα θεμέλια· ήταν βουρκωμένα γύρω-γύρω. Και η καμπανίτσα εσήμαινε! — Νταν! Νταν! Νταν!

Ο Χρόνης, ο γυιος του γέρω-Χρόνη του Σπράχτορα, όλον τον χρόνον εγύριζε ξεσκούφωτος και αχτένιστος, μ' ένα κεφάλι σαν μαλαχτάρι. Και τα Χριστούγεννα ήτανε πάντοτε με καινούργιο φέσι.

Ήτανε γεμάτος από τους παλιούς κόσμους του χωριού και της πολιτείας κι' ήθελε να ξεχάσει, να εξατμισθεί στον ανοιχτόν αέρα. Η θάλασσα σιγομιλούσε μ' ένα πλιφ-πλαφ στα πλευρά του καραβιού, δε μπορούσεν όμως να καταλάβει τι έλεγε. Εδώ κι' εκεί στιγματιζόταν από φωτεινά ξεφλύδια και της γνώριζε τ' ασημένια ψήγματα του χαμογέλιου της.

Επειδή αφού ντύθηκε η Χλόη κ' έδεσε τα μαλλιά της επάνω κ' έπλυνε το πρόσωπό της, τόσο ομορφότερη εφάνηκε σ' όλους, που κι ο Δάφνης μόλις την εγνώρισε. Μπορούσε να ορκιστή κανένας και χωρίς τα σημάδια, ότι τέτοιας κόρης δεν ήτανε πατέρας ο Δρύαντας. Μα κι αυτός ήταν εκεί κ' έτρωγε μαζί με τη Νάπη, έχοντας παρέα σε ξεχωριστό τραπέζι το Λάμωνα και τη Μυρτάλη.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν