Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Ιουνίου 2025


Θαρρούσε, πως το λουτρό ήταν πιο φοβερό από τη θάλασσα. Ενόμιζε πως η ψυχή του έμενε ακόμη κοντά στους κουρσάρους, σαν νέος κι άμαθος που ήτανε και δεν ήξερε ακόμη το κούρσεμα της αγάπης.

Άλλη φωνή δεν άκουγα Παράτο λόγκο πέρα Φώναζε ο μαύρος κόρακας, Και το βουνό βογγούσε Απ' τη βραχνή του τη φωνή. Η λίμνη ηρεμούσε, Κι' αντάρα 'πό τα Γιάννινα Σκοτώνταντον αθέρα. Ρίχνωτα Γιάννινα ματιά Και βλέπω όλο μαυρίλα, Κ' εφαίνονταν εδώ κ' εκεί Αι φέξαις αναμμέναις, 'Σάν να ήτανε κολοφωτιαίς 'Στό λόγκο 'σκορπισμέναις. Τι θέαμα τρομαχτικό! Τι μαύρη ανατριχίλα!

Επειδή όμως και φυσικά κυνηγούσε τα παιδιά, άμα βρήκεν ομορφιά, που μήτε στην πολιτεία δεν την είχεν ιδή, έβαλε με το νου του να ριχτή του Δάφνη κ' ενόμιζε πως εύκολα θα τον καταφέρη, σαν γιδάρης που ήτανε. Κι αφού αποφάσισεν αυτά δεν πήγαινε στο κυνήγι μαζί με τον Άστυλο, παρά κατέβαινε εκεί που έβοσκεν ο Δάφνης, παίρνοντας πρόφαση τα γίδια· η αλήθεια όμως ήτανε πως ήθελε να ιδή το Δάφνη.

Ο τόπος ήτανε καλλιεργημένος κι' από ευχαρίστηση απλή κι' από ανάγκη· παντού το χρήσιμο ήτανε ενωμένο με το ευχάριστο: οι δρόμοι ήτανε γεμάτοι ή καλύτερα στολισμένοι με αμάξια από υλικό λαμπερό, κουβαλώντας άντρες και γυναίκες μοναδικής ομορφιάς, και που τα σέρνανε μεγάλα κόκκινα πρόβατα, που ξεπερνούσανε, στη γρηγοράδα τα καλύτερα άλογα της Ανδαλουσίας, του Ζετουάν και του Μεκινέζ.

Μα ο Δάφνης έμειν' εκεί ζωσμένος γιδοτόμαρο μαλλιαρό, έχοντας κρεμάσμένο, από τους ώμους ταγάρι, που μόλις τώχαν απορράψει, κρατώντας με τόνα χέρι τυριά χλωρά και με τ' άλλο κατσικάκια βυζανιάρικα· αν καμιά φορά ο Απόλλωνας, όταν εδούλευε στο Λαομέδοντα, εβόσκησε γίδια, τέτοιος θα ήτανε, όπως εφάνηκε τότες ο Δάφνης.

Μια μηλιά ήτανε τρυγημένη και μήτε καρπούς είχε, μήτε φύλλα· όλα τα κλαριά της ήτανε γυμνά· και μονάχα ένα μήλο έμενε στην κορφή του πιο ψηλού κλαριού· μεγάλο κι όμορφο και μονάχο του εμοσκοβολούσε περισσότερο από όλα τ' άλλα. Φοβήθηκε εκείνος που ετρύγησε τη μηλιά ν' ανέβη εκεί επάνω ή παραμέλησε να το κόψη· ίσως και ν' άφισε το όμορφο μήλο για ερωτευμένο βοσκό.

Και αποτεινόμενος προς τον κόσμον, ως να τον ηρώτησαν, επαναλαμβάνει: — Ούτε με 20 δεν βγαίνω! — Μα γιατί προσθέτεις λοιπόν, γέρω-πονηρέ; Ερωτά ο δημογραμματεύς, περιφερόμενος εκεί με την πένναν εις χείρας πάντοτε. — Τι να κάμω, κυρ-θανασάκη μου! Βρεθήκαμε, Ήτανε γραφτό να πεθάνω. — 'Σ τη φυλακή! Διακόπτει χλευάζων ο δημογραμματεύς.

Τα κλειδιά ήτανε διάφορα, μικρά και μεγάλα και άρχησε να τα διαλέγη και σε καθένα να χαράζη, μ' ένα σουγιά, κάτι σημάδια δικά του.

Κ' ήτανε το περιβόλι κάτι αριστούργημα που και βασιλιάς θα το ζήλευε· είχε μάκρος ίσαμ' ένα στάδιο κ' ήτανε σε ψήλωμα έχοντας πλάτος τέσσερα πλέθρα.

Κι' ο λεβέντης με τα καμαρωτά μουστάκια και τη χρυσή τη φέρμελη, που είναι η ζωγραφιά του κρεμασμένη σ' όλα τα μαγαζιά αράδα κάτω στο λιμάνι, ήτανε γυιός της μια φορά κι' έναν καιρό της κυραΣτάθαινας. Και το τραγούδι με το γλυκό σκοπό, που τραγουδούν και κλαίνε κάτω στην αμμουδιά τα κορίτσια του νησιού, είναι για την πεντάμορφη τη Λενιώ.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν